Η παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας σε τελικούς χρήστες είναι ένα ζήτημα με ολοένα αυξανόμενη σημασία στο χώρο των κινητών επικοινωνιών. Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι οι βασικές υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας και μεταφοράς δεδομένων είναι αυτές καθ’ εαυτές ιδιαίτερα χρήσιμες, δικαιολογημένα κυριαρχεί διεθνώς η άποψη πως από μόνες τους είναι ανεπαρκείς για την σε ικανοποιητικό βαθμό αξιοποίηση προς όφελος των χρηστών των υπαρχουσών και μελλοντικών τεχνολογικών δυνατοτήτων. Ειδικότερα, ως απώτερος στόχος έχει προσδιοριστεί από τη διεθνή ερευνητική κοινότητα η δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου υπολογιστικές και τηλεπικοινωνιακές δυνατότητες θα είναι παρούσες σε πάσης φύσεως αντικείμενα τους περιβάλλοντός μας και θα διευκολύνουν σχεδόν κάθε δραστηριότητα της καθημερινής μας ζωής.Παρότι η πραγματοποίηση του εξαιρετικά φιλόδοξου αυτού οράματος δεν είναι προς το παρόν άμεσα ορατή, στις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξή του μπορούν αδιαμφισβήτητα να συμπεριληφθούν η προσαρμοστικότητα των συστημάτων και υπηρεσιών κινητών επικοινωνιών και η υποστήριξη «ανοιχτών» μοντέλων παροχής υπηρεσιών που επιτρέπουν την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας μιας ποικιλίας επιχειρηματικών φορέων πέραν των παρόχων δικτύου. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στο να αποτελέσει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Για τη διάθεση υπηρεσιών πάνω από ετερογενή δίκτυα κινητών επικοινωνιών είναι πολύτιμη, αν όχι απαραίτητη, η υποστήριξη από ενδιάμεσο λογισμικό, εξωτερικό ως προς τις υπηρεσίες, το οποίο συντονίζει και διεκπεραιώνει διάφορες σημαντικές λειτουργίες όπως η επαναδιαμόρφωση της υποκείμενης δικτυακής υποδομής και η προσαρμογή υπηρεσιών στο εκάστοτε περιβάλλον. Η διατριβή είχε ως αφετηρία τη συνεισφορά στο σχεδιασμό μιας τέτοιας πλατφόρμας και την πειραματική υλοποίηση και επαλήθευσή της. Κατά τη διαδικασία αυτή προσδιορίστηκε η ανάγκη για συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές και λειτουργικές οντότητες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία επιτεύχθηκαν μέσω κατάλληλων, όπως αποδείχθηκε, κρίσιμων σχεδιαστικών επιλογών.Το κύριο ζήτημα που μας απασχόλησε στη διατριβή είναι η εισαγωγή λειτουργιών προσαρμοστικότητας στην παροχή υπηρεσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη λογική λήψης αποφάσεων προσαρμογής. Ειδικότερα, προσδιορίστηκαν συγκεκριμένες αρχές για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη τέτοιων λειτουργιών, οι οποίες αφορούν κυρίως τη λήψη έξυπνων αποφάσεων και οδηγούν σε συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, που έχουν ιδιαίτερη σημασία σε ετερογενή περιβάλλοντα κινητών επικοινωνιών. Επίσης, αναπτύχθηκαν μηχανισμοί που επιτρέπουν την εφαρμογή των προαναφερθεισών αρχών στην πράξη και διαθέτουν καινοτόμα χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, καθιστούν δυνατό το δυναμικό εμπλουτισμό της λογικής λήψης αποφάσεων τόσο με εκ των προτέρων άγνωστους τύπους δεδομένων περιβάλλοντος όσο και με καινούριους αλγορίθμους. Μάλιστα, όσον αφορά τους τελευταίους δίνεται η δυνατότητα για την ενημέρωσή τους από τρίτες οντότητες μέσω κατάλληλων μεθόδων τόσο για την υλοποίησή τους και την ενσωμάτωσής τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όσο και για την αναπαράσταση τους με τρόπο που δεν παραβιάζει τα σχετικά διεθνή πρότυπα που αφορούν την ανταλλαγή δεδομένων περιβάλλοντος, όπως οι δυνατότητες τερματικού και τα χαρακτηριστικά δικτύου. Οι παραπάνω μηχανισμοί ενσωματώθηκαν ως επεκτάσεις στην προαναφερθείσα πλατφόρμα ενδιάμεσου λογισμικού και χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία για την προσαρμογή της παροχής συγκεκριμένων πειραματικών υπηρεσιών.Επίσης, εξετάστηκε το ζήτημα της υποστήριξης προηγμένων επιχειρηματικών μοντέλων παροχής υπηρεσιών μέσω του προαναφερθέντος ενδιάμεσου λογισμικού προσαρμοστικότητας και επαναδιαμορφωσιμότητας. Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκε ένα καινοτόμο επιχειρηματικό πρότυπο που ευνοεί την αποδοτική διεκπεραίωση των αναγκαίων διαχειριστικών λειτουργιών, και κυρίως στην περίπτωση εγκατάστασης σε διαφορετικά ετερογενή περιβάλλοντα υπηρεσιών που κάνουν χρήση της υφιστάμενης δικτυακής υποδομής μέσω τυποποιημένων διεπαφών. Επιπλέον, σχεδιάστηκαν και αναπτύχθηκαν λειτουργίες ενδιάμεσου λογισμικού και σχήματα αναπαράστασης δεδομένων που επιτρέπουν την εφαρμογή του προαναφερθέντος προτύπου