Τα νησιά θεωρούνται ότι βρίσκονται σε απομόνωση, ανεξαρτήτως του μεγέθους, του πληθυσμού ή του επιπέδου ανάπτυξής τους και εν γένει χαρακτηρίζονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τη λεγόμενη «νησιωτικότητα», η οποία εν γένει προκύπτει ως συνέπεια της φυσικής ασυνέχειας. Ειδικότερα, το επίπεδο συνδεσιμότητας, που εκφράζει τη δυνατότητας προσβασιμότητας, με θαλάσσια ή εναέρια μέσα, από και προς αυτά, αποτελεί για τα νησιά ιδιαίτερα κρίσιμη παράμετρο για την εδαφική, κοινωνική και οικονομική συνοχή τους και άρα και για την προοπτική βιώσιμης ανάπτυξής τους. Οι επιβατικές συγκοινωνιακές νησιωτικές συνδέσεις με τις ηπειρωτικές περιοχές και άλλα νησιά εξυπηρετούνται, τόσο μέσω τακτικών δρομολογίων πλοίων της ακτοπλοΐας, όσο και με δρομολόγια της αεροπλοΐας, στην περίπτωση νησιών που διαθέτουν αντίστοιχες υποδομές. Αν και έχουν ήδη αναπτυχθεί αρκετές μέθοδοι εκτίμησης της συνδεσιμότητας ή παραμέτρων αυτής για τις ναυτιλιακές ή αεροπορικές μεταφορές, εντούτοις αυτές είτε είναι αμιγώς ποσοτικές ή ποιοτικές, λαμβάνοντας υπόψη περιορισμένο μάλλον πλήθος μεταβλητών, ενώ δεν συνδυάζουν τους δύο βασικούς τρόπους νησιωτικών μεταφορικών συνδέσεων. Αντίστοιχη περιορισμένη προσέγγιση εμφανίζεται και στην περίπτωση του ελληνικού θεσμικού πλαισίου που αφορά στη δυνατότητα κρατικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της επιβατικής συνδεσιμότητας των ελληνικών νησιών, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην ακτοπλοΐα, όπως το σύστημα ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας από επιβατηγά πλοία.Βασικός στόχος της διατριβής αποτελεί η ανάπτυξη ενός συστήματος λήψης αποφάσεων για την ενίσχυση της επιβατικής συνδεσιμότητας των νησιών στο πλαίσιο περιορισμού των αρνητικών συνεπειών της νησιωτικότητας, σε ότι αφορά κυρίως στις ακτοπλοϊκές δρομολογιακές γραμμές. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η εκτίμηση της παρεχόμενης επιβατικής συνδεσιμότητας, του αντίστοιχου επιβατικού μεταφορικού δυναμικού, ήτοι του επιπέδου αναγκών ή δυνατοτήτων σύνδεσής τους, αλλά και της επάρκειας συνδεσιμότητας των νησιών και των αντίστοιχων δεικτών τους, μέσω μαθηματικών συναρτήσεων που βασίζονται στην εφαρμογή μεθόδων λήψης απόφασης. Αυτές αφορούν, αφενός στην πολυκριτηριακή ανάλυση, όπως η Πολυκριτήρια Θεωρία Χρησιμότητας (MAUT) και η Αναλυτική Ιεραρχική Μέθοδος (AHP) και αφετέρου στο συμμετοχικό σχεδιασμό και διαβούλευση, όπως η Δελφική Μέθοδος (Delphi). Τα κριτήρια (και υποκριτήρια αυτών) που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση των ως άνω συναρτήσεων καθώς και οι σημαντικότητες και οι δείκτες επίδοσης αυτών καθορίζονται μέσω μίας δυναμικής διαδικασίας διαβούλευσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά τα υφιστάμενα αντίστοιχα τεχνικά, οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά και λοιπά συναφή δεδομένα και στοιχεία.Οι εκτιμώμενες τιμές των συναρτήσεων και των αντίστοιχων δεικτών, όπως προκύπτουν σύμφωνα με την προτεινόμενη μεθοδολογία, μπορούν να αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για το σχεδιασμό ή ανασχεδιασμό της πολιτικής και της λήψης αποφάσεων τόσο των παρόχων των επιβατικών μεταφορικών υπηρεσιών, όσο και της Πολιτείας, στο βαθμό που παρεμβαίνει για τη διασφάλιση επάρκειας της συνδεσιμότητας των νησιών, εφαρμόζοντας πολιτικές και δράσεις για την επιδότηση των επιβατικών μεταφορικών συνδέσεών τους, ειδικότερα στην περίπτωση της ελληνικής ακτοπλοΐας.