Σκοπός: H παρούσα διατριβή μελετά το ζήτημα της ψυχικής ανθεκτικότητας των μικρών παιδιών (ηλικίας από 4 έως 7 ετών) από διαζευγμένες οικογένειες, όπως αυτή συνάγεται από μετρήσεις ευεξίας που αφορούν την προσοχή, τον έλεγχο της διάθεσης και της συμπεριφοράς, την πρωτοβουλία, τη φιλοκοινωνική συμπεριφορά, την ευαισθησία ανταπόκρισης των γονέων και την συνεργασία με το σχολείο. Υιοθετήθηκε η οικολογική θεωρία του U. Bronfenbrenner και το μοντέλο του Kurdek για το διαζύγιο, ως κυρίαρχα θεωρητικά και μεθοδολογικά σχήματα, προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανή σχέση μεταξύ διαφόρων επιβαρυντικών (π.χ. συγκρούσεις πριν το διαζύγιο, στρεσογόνα γεγονότα ζωής, γονικό στρες) και προστατευτικών (π.χ. σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, κοινωνικά δίκτυα υποστήριξης, ικανοποίηση γονέα από τη ζωή) παραγόντων της διαδικασίας του διαζυγίου με τις παραπάνω μετρήσεις συναισθηματικής ευεξίας. Προς επίρρωση της εμφάνισης ανθεκτικής συμπεριφοράς στα παιδιά παρά την πίεση του διαζυγίου έγινε σύγκριση μεταξύ δυο ομάδων παιδιών τα οποία, βάσει των εκτιμήσεων των γονέων τους: (α) είτε παρουσιάζουν ενδείξεις για πιθανές δυσκολίες λόγω της μετάβασης στο διαζύγιο (38.5%) (β) είτε τα καταφέρνουν σχετικά ικανοποιητικά να αντεπεξέλθουν σε αυτό (61.5%). Απώτερο στόχο αποτέλεσε, να αναδυθεί η συνεισφορά της οικολογίας των ισχυρότερων παραγόντων του διαζυγίου στην πρόβλεψη θετικότερων αναπτυξιακών αποτελεσμάτων για τα παιδιά των δυο αυτών ομάδων. Μέθοδος: Ως προς την εμπειρική προσέγγιση, η έρευνα διεξήχθη με τη συμμετοχή 130 διαζευγμένων γονέων, από αντιπροσωπευτικές περιοχές της Ελλάδος. Για την άντληση των δεδομένων χορηγήθηκε, στους διαζευγμένους γονείς, ένα ερωτηματολόγιο το οποίο συμπεριελάμβανε μια δέσμη κλιμάκων που τροποποιήθηκαν ή/και αναπροσαρμόστηκαν για τις ανάγκες της μελέτης από ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα ερευνητικά εργαλεία. Αποτελέσματα-Συζήτηση: Οι αναλύσεις έδειξαν ότι υπάρχουν θετικές συσχετίσεις μεταξύ κάποιων εκ των μετρήσεων της συναισθηματικής ευεξίας με την έκφραση στοργής, την καλή επικοινωνία του γονέα με το παιδί και τη μη επιβάρυνση του γονέα από την ανατροφή του παιδιού. Επίσης, παρατηρήθηκαν αρνητικές συσχετίσεις με τις συγκρούσεις των γονέων πριν το διαζύγιο και το αίσθημα απόρριψης του παιδιού από το γονέα που έχει την επιμέλεια (μικροσύστημα). Η επικοινωνία με τον άλλο γονέα και οι σχέσεις μεταξύ των διαζευγμένων γονέων (μεσοσύστημα) φάνηκε ότι σχετίζονται θετικά με την ικανότητα αυτορρύθμισης και την κοινωνική επάρκεια των παιδιών. Τέλος, τα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης και η ικανοποίηση του διαζευγμένου γονέα από τη ζωή, παρουσίασαν συνάφεια με την συναισθηματική ευεξία των παιδιών, αλλά όχι η εργασιακή δραστηριότητα του γονέα (εξωσύστημα). Επίσης, υπό το φως της έννοιας της ανθεκτικότητας, προέκυψε πως, τουλάχιστον ένα χρόνο μετά το διαζύγιο, τα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν εξέφρασαν ανησυχία για πιθανές δυσχέρειες λόγω διαζυγίου συγκέντρωσαν υψηλότερη βαθμολογία στις περισσότερες μετρήσεις συναισθηματικής ευεξίας, συγκριτικά με τα παιδιά που οι γονείς ανησυχούσαν για πιθανό πρόβλημα. Επιπλέον, ένα σημαντικό εύρημα δείχνει ότι οι γονείς της πρώτης ομάδας ανέφεραν χαμηλότερα επίπεδα γονικού στρες, πιο υποστηρικτικές σχέσεις με την/τον πρώην σύζυγο, υψηλότερο αίσθημα ικανοποίησης από τομείς της ζωής τους και λιγότερες συγκρούσεις με το παιδί σε σχέση με τους γονείς που ανησυχούν.Μεταξύ των συνθηκών/παραγόντων που δύνανται να προβλέψουν θετικά αποτελέσματα, ως προς τη συναισθηματική ευεξία των παιδιών που υπάρχει ανησυχία για πιθανό πρόβλημα, συγκαταλέγονται: α) η συναισθηματική εγγύτητα του γονέα με το παιδί, β) οι καλές σχέσεις μεταξύ των διαζευγμένων συζύγων, γ) η απουσία γονικού στρες, δ) η ικανοποίηση του γονέα που έχει την επιμέλεια από τη ζωή και ε) τα δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης. Από την άλλη, τα ευρήματα έδειξαν ότι α) η έκθεση σε στρεσογόνα γεγονότα ζωής και β) το αίσθημα απόρριψης προβλέπουν δυσμενέστερα αποτελέσματα για τη συναισθηματική ευεξία των παιδιών. Για την ομάδα των παιδιών που δεν εκφράζεται ανησυχία για πιθανές δυσχέρειες ως προγνωστικοί παράγοντες προαγωγής της ευεξίας αναδύθηκαν: α) τα γεγονότα αλλαγής ζωής και β) η υψηλή ικανοποίηση του γονέα που έχει την επιμέλεια από τη ζωή τους, ενώ α) το αίσθημα απόρριψης, β) οι συγκρουσιακές σχέσεις γονέα-παιδιού και γ) οι γονικές συγκρούσεις πριν το διαζύγιο συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο.Συμπεράσματα: Γενικότερα, τα ευρήματα υπογραμμίζουν τον σημαίνοντα ρόλο που διαδραματίζει η αναγνώριση των προγνωστικών παραγόντων του διαζυγίου τόσο στην αναπτυξιακή διαδικασία όσο και στο σχεδιασμό προγραμμάτων παρέμβασης.