Σκοπός της πειραματικής αυτής μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης των ω3 λιπαρών οξέων και των αντιοξειδωτικών σε αλλοιώσεις που προκαλούνται από την ισχαιμία στο λεπτό έντερο μετά από ελεγχόμενη απόφραξη της άνω μεσεντερίου αρτηρίας σε επίμυες.Υλικό και μέθοδοιΣυνολικά 60 θηλυκού γένους επίμυες της κατηγορίας Wistar χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες των 20 πειραματόζωων και υποβλήθηκαν σε εκτομή τμήματος λεπτού εντέρου και λήψη δείγματος αίματος. ΟΜΑΔΑ Ι (ν=20) – Ομάδα ελέγχου: Στα πειραματόζωα προκλήθηκε ισχαιμική εντερίτιδα με ελεγχόμενη στένωση της ΑΜΑ και σίτιση με πολυμερή μεγαλομοριακά διαλύματα τεχνητής ολικής εντερικής διατροφής γινόταν λήψη δείγματος αίματος και τμήματος λεπτού εντέρου. ΟΜΑΔΑ ΙΙ (ν=20) - Στα πειραματόζωα προκλήθηκε ισχαιμική εντερίτιδα με ελεγχόμενη στένωση της ΑΜΑ. Μετά από δεκαπέντε ημέρες σίτισης με ισοθερμιδικό, ισοπρωτεϊνικό, μεγαλομοριακό διάλυμα τεχνητής ολικής εντερικής διατροφής, εμπλουτισμένο με ω-3 λιπαρά οξέα και σχέση ω-6/ω-3 (0,3/1,0) γινόταν λήψη δείγματος αίματος και τμήματος λεπτού εντέρου. ΟΜΑΔΑ ΙΙΙ (ν=20) – Στα πειραματόζωα προκλήθηκε ισχαιμική εντερίτιδα με ελεγχόμενη στένωση της ΑΜΑ. Μετά από δεκαπέντε ημέρες σίτισης με ισοθερμιδικό, ισοπρωτεϊνικό, μεγαλομοριακό διάλυμα τεχνητής ολικής εντερικής διατροφής, εμπλουτισμένο με ω-3 λιπαρά οξέα και σχέση ω-6/ω-3 (1,6/1.0) και αντιοξειδωτικά όπως καροτενοειδή, τοκοφερόλη (Βιταμίνη Ε), ασκορβικό οξύ (Βιταμίνη C)και σελήνιο, γινόταν λήψη δείγματος αίματος και τμήματος λεπτού εντέρου. Τα πειραματόζωα θυσιάστηκαν την 15η μετεγχειρητική ημέρα. Στα πειραματόζωα, αφού αναισθητοποιούνταν με αιθέρα σε γυάλινο κλωβό, διανοίγονταν το κοιλιακό τοίχωμα και γινόταν λήψη τμήματος λεπτού εντέρου και δείγματος αίματος (0,7 ml). Τα δείγματα φυγοκεντρούνταν άμεσα και διατηρούνταν σε θερμοκρασία -80˚C μέχρι την πραγματοποίηση των μετρήσεων. Τμήματα λεπτού εντέρου τοποθετούνταν σε διάλυμα φορμόλης 4% και αποστέλλονταν για ιστολογική εξέταση. Στη συνέχεια τα πειραματόζωα θανατώνονται με ενδοκαρδιακή χορήγηση KCL 10%. Για την συνοπτική παρουσίαση των δεδομένων υπολογίστηκαν απόλυτες και σχετικές συχνότητες, δείκτες κεντρικής τάσης (μέσοι όροι, διάμεσες τιμές), δείκτες διασποράς (ελάχιστες, μέγιστες τιμές και τυπικές αποκλίσεις) και δείκτες ακρίβειας (τυπικά σφάλματα) στην εκτίμηση των μέσο όρων. Για τις συγκρίσεις των τριών ομάδων G1,G2 και G3, ως προς τις κλινικές παραμέτρους IL1b, IL6, TNFα, την κλίμακα βαθμονόμησης της βλάβης του εντερικού βλεννογόνου μετά από ισχαιμία κατά Chiu και το σωματικό βάρος των επίμυων (προ πειράματος και προ νεκροτομής) χρησιμοποιήθηκε ο στατιστικός έλεγχος Mann-Whitney.Για τη σύγκριση των μεταβολών του σωματικού βάρους προ πειράματος και προ νεκροτομής για κάθε ομάδα χρησιμοποιήθηκε ο στατιστικός έλεγχος Wilcoxon. Να σημειωθεί ότι οι έλεγχοι Mann-Whitney εφαρμόστηκαν κατά περίπτωση μετά την ανίχνευση στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ των τριών ομάδων μέσω του ελέγχου Kruskal-Wallis.Σε όλους τους μη παραμετρικούς ελέγχους η παρατηρούμενη στάθμη σημαντικότητας (P-value) υπολογίστηκε με τη μέθοδο της προσομοίωσης Monte-Carlo (10.000 επαναδειγματοληψίες). Με τη μέθοδο αυτή καταλήγουμε σε ασφαλή επαγωγικά συμπεράσματα, ακόμη και στην περίπτωση που δεν ικανοποιούνται οι μεθοδολογικές προϋποθέσεις των στατιστικών ελέγχων. Σε όλους τους στατιστικούς ελέγχους το επίπεδο σημαντικότητας προκαθορίστηκε σε P≤0,05. Οι στατιστικές αναλύσεις έγιναν με το λογισμικό SPSSV.15.0 (SPSSInc., IL:Chicago, USA) με εγκατεστημένη τη λειτουργική μονάδα ExtraTests. ΑποτελέσματαΌπως καταδεικνύεται στην παρούσα μελέτη, ελεγχόμενη στένωση της άνω μεσεντερίου αρτηρίας που προκαλείται από μια βελόνα 23 gauge (διάμετρος: 0,65mm) οδήγησε σε αλλοιώσεις στο λεπτό έντερο ευρήματα τα οποία συνάδουν με εκείνα του Picazo και συν.207 οι οποίοι ανέφεραν ότι ο ειλεός είναι το πλέον ευαίσθητο τμήμα του λεπτού εντέρου σε ασθενείς με μεσεντέριο ισχαιμία. Η ιστοπαθολογική εμφάνιση του επιθηλίου του ειλεού και του βλεννογόνου των λαχνών ταξινομήθηκε σύμφωνα με την κλίμακα Chiu. Στην ομάδα I ο βαθμός βλάβης του εντερικού βλεννογόνου κυμάνθηκε από 3-5 σύμφωνα με την κλίμακα Chiu με μέσο όρο 4,3, στην ομάδα II από 1-5 με μέσο όρο 2,8 και στην ομάδα III από 1-4 με μέσο όρο 2,3. Η μέση τιμή εντερικής βλάβης του βλεννογόνου στην ομάδα I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) ήταν σημαντικά υψηλότερη από ότι στην ομάδα II (ω3/ω6) (P< 0,001) και την ομάδα III (ω3/αντιοξειδωτικά) (P<0,001). Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι η θεραπεία με ω3 λιπαρά οξέα και αντιοξειδωτικά μειώνει σημαντικά την εξασθένηση των λαχνών του εντερικού βλεννογόνου.Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η ανάπτυξη της ισχαιμικής εντερίτιδας μετά από ελεγχόμενη στένωση της άνω μεσεντέριας αρτηρίας, συνοδεύτηκε από μια μείωση του σωματικού βάρους. Η ισχαιμία του λεπτού εντέρου είναι γνωστό ότι συνοδεύεται από κοιλιακό άλγος κατά την κατανάλωση τροφής, οπότε μπορεί να υποτεθεί ότι η ποσότητα της προσλαμβανόμενης τροφής μειώνεται στα ζώα με ισχαιμική εντερίτιδα, με αποτέλεσμα την απώλεια του σωματικού βάρους.Στην μελέτη μας, οι τιμές του σωματικού βάρους στην ομάδα I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής), κυμάνθηκαν λίγο πριν τη νεκροτομή από 137-180gr με μέσο όρο 154,55gr και τυπική απόκλιση 13,54. Στην ομάδα II (ω3/ω6) κυμάνθηκαν από 140-180gr με μέσο όρο 161,45gr και τυπική απόκλιση 13,93. Τέλος οι τιμές στην ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) κυμάνθηκαν από 140-205gr με μέσο όρο 175,35gr και τυπική απόκλιση 16,60.Ο στατιστικός έλεγχος έδειξε ότι η ομάδα I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) διαφοροποιείται στατιστικά σημαντικά από την ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) P<0,001, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά από την ομάδα II (ω3/ω6) P =0,100, ενώ η ομάδα II (ω3/ω6) διαφοροποιείται στατιστικά σημαντικά από την ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) P=0,014. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση η μεταβολή του σωματικού βάρους λίγο πριν την νεκροτομή υπήρξε στατιστικά σημαντική μεταξύ των ομάδων Ι (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) και ΙΙΙ (ω3/αντιοξιδωτικά) και ΙΙ (ω3/ω6) με ΙΙΙ (ω3/αντιοξιδωτικά) (P< 0,001 και P = 0,014 αντιστοίχως). Η μεταβολή του σωματικού βάρους δεν ήταν στατιστικά σημαντική μεταξύ των ομάδων Ι (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) και ΙΙ (ω3/ω6) (P = 0,100). Στην ομάδα Ι (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) υπήρξε στατιστικά σημαντική μείωση του σωματικού βάρους από τη μέτρηση προ του πειράματος στη μέτρηση λίγο πριν τη νεκροτομή (P<0,001).Η ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) διατήρησε το σωματικό βάρος σε αντίθεση με τις ομάδες I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) και II (ω3/ω6) όπου παρατηρήθηκε μείωση αυτού. Η εκτίμηση της φλεγμονώδους αντίδρασης έγινε στη μελέτη μας με τον προσδιορισμό στον ορό των τριών κύριων κυτοκινών που προάγουν την πρώιμη φλεγμονώδη αντίδραση την IL-1b, την IL-6 και ο TNFα. Η IL-1b προκαλεί την πυρετική αντίδραση και την αντίδραση οξείας φάσης, διεγείρει τον πολλαπλασιασμό των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων και πυροδοτεί την παραγωγή προστανοειδών. Η IL-6 διεγείρει τα ηπατοκύτταρα για παραγωγή πρωτεϊνών οξείας φάσης και προκαλεί πολλαπλασιασμό των β-λεμφοκυττάρων. Τέλος ο TNFα προάγει την διαδικασία του πηκτικού μηχανισμού, συνεργεί με την IL-1b στην πρόκληση της αντίδρασης οξείας φάσης, στην πυρετική αντίδραση και στην παραγωγή προστανοειδών και διεγείρει τη συγκέντρωση και ενεργοποίηση ουδετερόφιλων. Είναι γνωστό ότι η ισχαιμική εντερίτιδα προκαλεί την παραγωγή κυτοκινών από το έντερο (πλάκες του Payer’s, και μεσεντέριους λεμφαδένες.152 Οι κυτοκίνες, IL-1b, IL-6 και TNFα φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανεπάρκεια πολλών οργάνων στην οξεία εντερική ισχαιμία.153,154 Πιστεύεται ότι, αν και δεν είναι ειδικά για την εντερική ισχαιμία, τα επίπεδα της IL-1β, IL-6 και TNFα μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως πρώιμη ένδειξη της εντερικής ισχαιμίας, εάν χρησιμοποιούνται τεχνικές ταχείας ανάλυσης.156Οι τιμές των κυτταροκινών (IL – 1b, IL -6, TNFα) και στις τρείς ομάδες την 15η ημέρα μετά τη στένωση της άνω μεσεντερίου αρτηρίας συγκρίθηκαν στατιστικά. Οι τιμές της IL -6 στην ομάδα I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) κυμάνθηκαν από 0-42,015 με μέσο όρο 25,04 και τυπική απόκλιση 14,425. Οι τιμές της IL-1b κυμάνθηκαν από 0-33,029 με μέσο όρο 19,277 και τυπική απόκλιση 11,250. Ενώ οι τιμές της TNFα στην ίδια ομάδα κυμάνθηκαν από 0-22,022 με μέσο όρο 6,651 και τυπική απόκλιση 6,607. Οι τιμές της IL -6 στην ομάδα II (ω3/ω6) κυμάνθηκαν από 0-39,215 με μέσο όρο 19,053 και τυπική απόκλιση 14,564. Οι τιμές της IL-1b κυμάνθηκαν από 0-44,171 με μέσο όρο 23,783 και τυπική απόκλιση 15,799. Ενώ οι τιμές της TNFα στην ίδια ομάδα κυμάνθηκαν από 0-30,538 με μέσο όρο 10,141 και τυπική απόκλιση 7,962. Οι τιμές της IL -6 στην ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) κυμάνθηκαν από 0-19.000 με μέσο όρο 8,715 και τυπική απόκλιση 6,170. Οι τιμές της IL-1b κυμάνθηκαν από 0-31,029 με μέσο όρο 9,331 και τυπική απόκλιση 10,553. Ενώ οι τιμές της TNFα στην ίδια ομάδα κυμάνθηκαν από 31,051 με μέσο όρο 7,602 και τυπική απόκλιση 8,737.Για την IL -6 ο στατιστικός έλεγχος έδειξε ότι η ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) διαφοροποιείται στατιστικά σημαντικά από την ομάδα I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) P<0,001 και από την ομάδα II (ω3/ω6) P = 0,038. Οι ομάδες I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) και II (ω3/ω6) δεν διαφοροποιούνται στατιστικά σημαντικά P=0,265.Σε ότι αφορά την IL-1b ο στατιστικός έλεγχος έδειξε ότι η ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) διαφοροποιείται στατιστικά σημαντικά από την ομάδα I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) P =0,004 και από την ομάδα II (ω3/ω6) P = 0,003. Οι ομάδες I (πλήρως μεγαλομοριακό διάλυμα εντερικής διατροφής) και II (ω3/ω6) δεν διαφοροποιούνται στατιστικά σημαντικά P= 0,283. Τόσο η IL-1b όσο και η IL-6 στην ομάδα III (ω3/αντιοξιδωτικά) παρουσιάζει στατιστικά σημαντικά μικρότερες τιμές από τις άλλες δυο ομάδες. Σε ότι αφορά τον TNFα δεν παρουσιάστηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών ομάδων. ΣυμπέρασμαΑπό τη μελέτη προκύπτει ότι, η χορήγηση ανοσοτροποποιητικών διατροφικών ουσιών όπως τα ω3 λιπαρά οξέα και τα διάφορα αντιοξειδωτικά διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο:α) Στη διατήρηση του σωματικού βάρους. β) Στη μείωση της έντασης του καταρράκτη της φλεγμονώδους αντίδρασης που ενεργοποιείται κατά την ισχαιμική εντερίτιδα.γ) Στη βελτίωση της ιστολογικής εικόνας των λαχνών του εντερικού βλεννογόνου.