Αυτή η διδακτορική διατριβή επεκτείνει τη μεθοδολογία συνέπειας αποθεμάτων-ροών τόσο από θεωρητική όσο και από εμπειρική σκοπιά. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη μοντελοποίηση των θεσμών της αγοράς εργασίας στο πλαίσιο των υποδειγμάτων συνέπειας αποθεμάτων-ροών και στον αντίκτυπό τους στις μακροοικονομικές επιδόσεις της οικονομίας και στην απασχόληση.Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, αναπτύσσονται δύο υποδείγματα, ένα θεωρητικό και ένα εμπειρικό. Το πρώτο εξετάζει το ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων και τη διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης, σε σχέση με τα μακροοικονομικά αποτελέσματα, σε μια κλειστή οικονομία. Οι ισχυρότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις και η ρύθμιση της αγοράς εργασίας διαπιστώθηκε ότι έχουν θετικό αντίκτυπο τόσο σε όρους εθνικού προϊόντος όσο και απασχόλησης. Αντίθετα, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η οποία αντανακλάται σε ένα χαμηλότερο κατώτατο μισθό και σε ελαστικές εργασιακές σχέσεις, έχει ισχυρά υφεσιακά αποτελέσματα τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, τα ισχυρότερα συνδικάτα έχουν τη δυνατότητα να αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση της τεχνολογικής ανεργίας.Το εμπειρικό υπόδειγμα αξιολογεί τη διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης στην ελληνική οικονομία. Οι εγχώριες και οι εξαγωγικές τιμές καθίστανται ενδογενείς, και εξαρτώνται από τον κατώτατο μισθό και από την κάλυψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Με αυτή τη διαμόρφωση, το μακροοικονομετρικό υπόδειγμα είναι σε θέση να εξετάσει κατά πόσο η μείωση του κατώτατου μισθού και του δείκτη κάλυψης των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα κόστους και αν η ανταγωνιστικότητα κόστους μπορεί να οδηγήσει στην εδραίωση ενός ρυθμού μεγέθυνσης που κατευθύνεται από τις εξαγωγές.Στη συνέχεια, το υπόδειγμα εφαρμόζεται στην ελληνική οικονομία, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης. Οι συμπεριφορικές εξισώσεις εκτιμούνται οικονομετρικά με τη χρήση της προσέγγισης Dynamic OLS. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι πραγματικές εξαγωγές εξαρτώνται κυρίως από την ελαστικότητα εισοδήματος των εμπορικών εταίρων και ότι υπάρχει μεγάλη εξάρτηση του παραγωγικού τομέα από τις εισαγωγές. Η έλλειψη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας εμφανίζεται ως το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, κάτι το οποίο δεν εξετάζεται στα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής της Ελλάδας. Αντίθετα, η εστίαση στην ανταγωνιστικότητα κόστους είχε περισσότερο αρνητικές παρά θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Τα ευρήματα, αυτά, τεκμηριώνονται μέσα από εκτιμήσεις που προκύπτουν από τη χρήση του εμπειρικού υποδείγματος. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι η μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας εξασφαλίζεται μέσα από την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας και από ένα επενδυτικό σχέδιο που θα ενισχύσει τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.