Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση των στάσεων νομικών, ειδικών ψυχικής υγείας και λειτουργών του Συστήματος Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης αναφορικά με τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, την ποινική και θεραπευτική τους αντιμετώπιση, κι ειδικά την πρακτική του χημικού ευνουχισμού. Επιπλέον, μελετώνται οι μεταβλητές που επιδρούν στη διαμόρφωση των στάσεων και η αξιολόγηση του πώς αυτές οι στάσεις επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε κλινικό επίπεδο και σε επίπεδο χάραξης αντεγκληματικής πολιτικής αναφορικά με τη σεξουαλική παραβατικότητα.Μεθοδολογία: Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε το πρωτότυπο εργαλείο «Ερωτηματολόγιο στάσεων επαγγελματιών για τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων και την ποινική και θεραπευτική τους αντιμετώπιση», που δημιουργήθηκε ύστερα από ανασκόπηση της σύγχρονης βιβλιογραφίας & αρθρογραφίας σχετικά με στάσεις ως προς δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων. Περιλαμβάνει 44 προτάσεις, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων σχετικά με τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων (προσωπικότητα, ψυχική ασθένεια κτλ.), τις ποινές για τα σεξουαλικά εγκλήματα, την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης και τη θεραπευτική αντιμετώπιση των δραστών, ιδιαίτερα το χειρουργικό και χημικό ευνουχισμό.Δείγμα: Στην έρευνα συμμετείχαν επαγγελματίες Νομικής επιστήμης (δικαστές, δικηγόροι, εγκληματολόγοι, συνολικό ποσοστό 40.4%), Ψυχικής υγείας (ψυχίατροι, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, ποσοστό 35.4%) και Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης (αστυνομικοί, επιμελητές ανηλίκων και σωφρονιστικοί υπάλληλοι, συνολικά 24.2%). Το δείγμα ανέρχεται στα 500 άτομα, εκ των οποίων 192 (38.4%) άντρες και 308 (61.6%) γυναίκες. Οι περισσότεροι είναι μέσης ηλικίας επαγγελματίες, 31-45 ετών, σε ποσοστό 48%, πτυχιούχοι σχολών ΑΕΙ/ΤΕΙ (45%), που, λόγω του επαγγέλματός τους έχουν επαφή αλλά μικρή σχετικά εμπειρία με δράστες και θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων.Συμπεράσματα: Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι το κοινωνικό φύλο επηρεάζει τις στάσεις ως προς την προσωπικότητα των δραστών, με τις γυναίκες να έχουν πιο αρνητική εικόνα και στάση προς τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται η υπόθεση (αλλά και το εύρημα στις περισσότερες έρευνες) ότι η εμπειρία με δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων κι η υψηλή μόρφωση σχετίζονται με θετικότερη στάση προς συγκεκριμένες μορφές μεταχείρισης αυτών. Αντίθετα, διαψεύστηκε η υπόθεση για τη συσχέτιση γονεϊκότητας και στάσεων προς τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, με εξαίρεση τη σχέση με την προσωπικότητα των δραστών, για την οποία όσοι δεν έχουν παιδιά είναι πιο θετικοί. Η υπόθεση για τις διαφορές που αναμένεται να έχουν οι επαγγελματίες που σχετίζονται άμεσα με το Σύστημα Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης ως προς την αποτελεσματικότητά του, την ποινική μεταχείριση των δραστών, την προσωπικότητά τους αλλά και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση επιβεβαιώθηκε, αν και όχι πάντα με τη φορά που αναμενόταν. Χαρακτηριστικά είναι τα (μη αναμενόμενα) ευρήματα ότι οι ειδικοί ψυχικής υγείας έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στη θεραπευτική αντιμετώπιση ενός δράστη, την οποία δε θεωρούν ικανή να μειώσει την πιθανότητα υποτροπής, αλλά και ότι είναι πιο τιμωρητικοί, προκρίνοντας αυστηρότερες ποινές για τους δράστες, συμπεριλαμβανομένων πρακτικών ευνουχισμού. Συνολικά, φαίνεται ότι όσο πιο αυστηροί είναι οι συμμετέχοντες ως προς την ποινική αντιμετώπιση των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων (πρόκριση βαρύτερων ποινών), τόσο πιο θετικοί είναι στο να αντιμετωπιστούν θεραπευτικά. Επιπλέον, όσο πιο αρνητικοί είναι για τη δυνατότητα θεραπευτικής αντιμετώπισης των σεξουαλικών δραστών, τόσο λιγότερο τοποθετούνται υπέρ της υποχρεωτικής ψυχοθεραπείας και του ευνουχισμού. Ακόμη, όσο μικρότερη εμπιστοσύνη έχουν οι ερωτώμενοι στο υπάρχον σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, τόσο πιο αυστηροί είναι για τις ποινές των δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων και τόσο πιο θετικά διάκεινται στην υποχρεωτική ψυχοθεραπεία τους. Ενδιαφέρον και μη αναμενόμενο ήταν το εύρημα ότι όσο πιο αρνητική στάση έχουν οι συμμετέχοντες για τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, τόσο πιο θετικοί είναι αναφορικά με τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση και τόσο περισσότερο υποστηρίζουν τον ευνουχισμό ως κατάλληλη ποινή. Στην ελληνική βιβλιογραφία, δεν υπάρχει άλλη έρευνα που να μελετά τις στάσεις προς τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων επαγγελματιών ψυχικής υγείας, νομικής επιστήμης και συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης, όλων εκείνων δηλαδή που εμπλέκονται τόσο στη θεραπευτική όσο και την ποινική αντιμετώπιση των δραστών. Η παρούσα μελέτη καλύπτει σε μεγάλο βαθμό το κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, σχετικά με το υπό εξέταση θέμα, και συμβάλλει ουσιαστικά στην αποτύπωση των αναγκών πληροφόρησης κι ενημέρωσης κοινού και ειδικών για τη σεξουαλική παραβατικότητα εν γένει.