Υπόβαθρο: Η υπέρταση είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για πρόωρη καρδιαγγειακή θνητότητα και θνησιμότητα και αποτελεί μείζον θέμα για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως. Οι γονιδιακοί πολυμορφισμοί του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ACE) και του αγγειοτασινογόνου (AGT) θεωρήθηκε ότι μπορεί να σχετίζονται με την πρωτογενή υπέρταση. Στην παρούσα μελέτη εξετάσαμε τη συχνότητα εμφάνισης αυτών των γονιδιακών πολυμορφισμών σε ένα πληθυσμό ενηλίκων με και χωρίς ιδιοπαθή υπέρταση. Επιπροσθέτως διερευνήσαμε την επίδραση αυτών των γονιδιακών πολυμορφισμών ACE και AGT στην αποτελεσματικότητα της αγωγής με ραμιπρίλη στους υπερτασικούς ασθενείς.Μέθοδος: Ένα σύνολο από 166 ενήλικες (83 με ιδιοπαθή υπέρταση και 83 νορμοτασικοί), συμμετείχαν στη μελέτη και υποβλήθηκαν σε γονιδιακό προσδιορισμό για τους γονιδιακούς πολυμορφισμούς AGTM235T, AGTT174M και ACE I/D.Αποτελέσματα: H συχνότητα τόσο των γονοτύπων όσο και των αλληλίων του AGTΜ235Τ, διέφερε σημαντικά μεταξύ υπερτασικών και νορμοτασικών (αναλογία κινδύνου/odds ratio (OR)=1,57% (T vs. M αλληλίου), 95% διαστήματα εμπιστοσύνης (Cis): 1,01 – 2,44, p=0,045, για τους υπερτασικούς).Παρόλα αυτά, κανένας από τους 3 γενετικούς πολυμορφισμούς που μελετήθηκαν δε συνδέθηκε με την ανταπόκριση στην αντιϋπερτασική δράση της ραμιπρίλης. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι ο γενετικός πολυμορφισμός AGTM235T συνδέεται με την ιδιοπαθή υπέρταση. Κανένας από τους 3 γενετικούς πολυμορφισμούς AGTM235T, AGTT174M και ACEI/D δεν είχε επίδραση στην αποτελεσματικότητα της ραμιπρίλης. Λέξεις κλειδιά: Γενετικοί πολυμορφισμοί AGTM235T, AGTT174M και ACEI/D, υπέρταση, ραμιπρίλη, αποτελεσματικότητα