Η βλάστηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου των αρχαιολογικών χώρων. Η πλούσια αυτοφυής βλάστηση που εποικίζει χώρους και μνημεία, αλλά και η φυτεμένη, στο πλαίσιο ενός συστηματικού προγράμματος, καλλωπιστική βλάστηση, αναδεικνύει τα μνημεία, δημιουργεί ατμόσφαιρα, υπογραμμίζοντας το πέρασμα του χρόνου και αντανακλά τη σχέση παρελθόντων πολιτισμών με τη περιβάλλουσα φύση, ως μια ευκαιρία αναδρομής και ονειροπόλησης. Παρ’ όλα αυτά όταν αφήνεται ανεξέλεγκτη προκαλεί ποικίλα προβλήματα στην κατάσταση διατήρησης των μνημείων και τη λειτουργικότητα των αρχαιολογικών χώρων, όπως μηχανικές καταστροφές, χημική διάβρωση, δυσκολία στην προσπέλαση των χώρων, παρεμπόδιση των εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης και κίνδυνο πυρκαγιάς. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει η ανάγκη διαχείρισης της βλάστησης των αρχαιολογικών χώρων, που περιλαμβάνει την αξιολόγηση της αυτοφυούς βλάστησης και των σχετιζόμενων προβλημάτων, την εφαρμογή μεθόδων περιορισμού των ζιζανίων και τη μελέτη του θεωρητικού πλαισίου, που διέπει την προσθήκη καλλωπιστικής βλάστησης στουςαρχαιολογικούς χώρους, με γνώμονα την προστασία και ανάδειξη του μνημείου και του φυσικού τοπίου. Ως μέρος της παρούσας διατριβής καταγράφηκε η αυτοφυής βλάστηση, επτά αρχαιολογικώνχώρων, με τη λήψη τυχαίων δειγμάτων πάνω και γύρω από τα μνημεία. Από την καταγραφή βρέθηκε ότι στους χώρους μελέτης κυριαρχούσαν τα θερόφυτα, οι τρείς πολυπληθέστερες σε είδη βοτανικές οικογένειες, ήταν οι Fabaceae, Poaceae και Asteraceae και οι χώροι παρουσίαζαν υψηλές τιμές δεικτών ποικιλότητας. Τα παραπάνω σχετίζονται με τις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες και με τη διαταραχή που προκαλούν οι ετήσιες επεμβάσεις περιορισμού των ζιζανίων στους χώρους. Επιπλέον, φάνηκε ότι τα φυτικά είδη τείνουν να ομαδοποιούνται και να χαρακτηρίζουν τους αρχαιολογικούς χώρους στους οποίους φύονται, στοιχείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου, στο διευρυμένο πλαίσιο ολοκληρωμένης αποκατάστασης και ανάδειξης. Ακόμη, διεξήχθη έρευνα ερωτηματολογίου σε όλες τις Εφορείες Αρχαιοτήτων της χώρας, σχετικά με τις μεθόδους διαχείρισης της βλάστησης, που υιοθετούνται από τις περιφερειακέςυπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Επιπλέον, διερευνήθηκε η αποτελεσματικότητα μεθόδων διαχείρισης ζιζανίων και πιο συγκεκριμένα η φλόγιση, η ηλιοαπολύμανση, η κατάχωση ευπαθών ευρημάτων, η διάστρωση με αδρανή υλικά, η εντοπισμένη εφαρμογή ζιζανιοκτόνων, ο περιορισμός ανεπιθύμητης καρποφορίας και τέλος η εγκατάσταση τεχνητού λειμώνα ποωδών ειδών με σπορά. Από τις απαντήσεις στην έρευνα ερωτηματολογίου, αντλήθηκαν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την αντίληψη της σχέσης μνημείου και βλάστησης, από τους αρμόδιους επίσημους φορείς. Από τα αποτελέσματα των πειραματικών εφαρμογών μεθόδων περιορισμού ζιζανίων φάνηκε ότι η φλόγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο ζιζανίων σε αρχαιολογικούς χώρους, καθώς περιορίζει σημαντικά (>90%) τον πληθυσμό ζιζανίων, κατά τη διάρκεια της βλαστητικής περιόδου. Η εφαρμογή ηλιοαπολύμανσης μπορεί να επιφέρει την πλήρη αποτροπή ανάδυσης των ζιζανίων για τρείς έως τέσσερις μήνες, κατά τη διάρκεια της περιόδου με την πιο άφθονη βλάστηση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο ενός προγράμματος διαχείρισης βλάστησης σε αρχαιολογικούς χώρους. Τα αποτελέσματα του πειράματος κατάχωσης έδειξαν ότι η προτεινόμενη διάταξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση, για την αποτελεσματική προστασία ψηφιδωτών και άλλων ευπαθών ευρημάτων σε αρχαιολογικούςχώρους, ενώ τα αδρανή υλικά παρέχουν άριστη προστασία από την ανάδυση ζιζανίων στους χώρους κίνησης επισκεπτών. Η εντοπισμένη εφαρμογή ζιζανιοκτόνων είχε 100% επιτυχία στην εξόντωση φυτών κάπαρης και αείλανθου, εξαλείφοντας το σοβαρό πρόβλημα των μηχανικών καταστροφών από την ανάπτυξη ριζών μέσα στις αρχαίες κατασκευές, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία του μνημείου και του περιβάλλοντος. Από τη μελέτη αντιμετώπισης ανεπιθύμητης καρποφορίας, φάνηκε ότι δόση ΝΑΑ 300 ppm και άνω μπορεί να επιφέρει υψηλό ποσοστό καρπόπτωσης (80%) σε ελαιόδεντρα, αν εφαρμοστεί σε πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης των καρπών, περιορίζοντας εξαιρετικά τη διασπορά σπερμάτων και άρα και νέων δενδρυλλίων στα μνημεία. Τα πειράματα τεχνητού λειμώνα ποωδών ειδών έδειξαν ότι είναι δυνατή η εγκατάσταση μίγματος με σπορά, παρ’ όλα αυτά είναι απαραίτητη η εφαρμογή ελέγχου των ζιζανίων κατά τη χειμερινή βλαστητική περίοδο, ενώ καταλληλότερα είδη ήταν τα καλέντουλα, μηδική, τριφύλλι υπόγειο και πεντάνευρο. Από τη συλλογή στοιχείων, που αφορούν το θεωρητικό πλαίσιο των επεμβάσεων στην περιβάλλουσα βλάστηση των αρχαιολογικών χώρων, που συμπορεύεται με τις αρχές των αναστηλώσεων, φάνηκε ότι η βλάστηση που περιβάλλει τα μνημεία πρέπει να μελετάται, οι νέες φυτεύσεις δεν πρέπει να απειλούν την κατάσταση διατήρησης των μνημείων, η επιλογή των ειδών πρέπει να συμβαδίζει με τον ιστορικό χαρακτήρα του χώρου, ενώ η βλάστηση, αυτοφυής και καλλωπιστική, μπορεί να ενταχθεί στο μουσειολογικό αντικείμενο των χώρων για την ανάδειξη της σχέσης παρελθόντων πολιτισμών με τη φύση ή/και για την ανάδειξη του φυσικού τοπίου καθ’ εαυτού.