Σκοπός: Η μελέτη και αξιολόγηση της χρήση της αντιμικροβιακής χημειοπροφύλαξης σε ολικές αρθροπλαστικές ισχίου ή γόνατος σε ένα τριτοβάθμιο νοσοκομείο. Αξιολογήσαμε συγκριτικά τη χορήγηση τεϊκοπλανίνης ως χημειοπροφύλαξη, σε σχέση με τη συνήθη πρακτική, η οποία εφαρμόζεται στο νοσοκομείο και παρουσιάζει αποκλίσεις ως προς το είδος του αντιμικροβιακού και το χρόνο χορήγησής του. Ασθενείς - Μέθοδος: Μελετήθηκαν προοπτικά 616 ενήλικες ασθενείς, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε προγραμματισμένη ολική αρθροπλαστική επέμβαση ισχίου ή γόνατος σε ένα τριτοβάθμιο νοσοκομείο, σε χρονικό διάστημα 18 μηνών. Οι παραπάνω ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες - ομάδα Α και ομάδα Β- ανάλογα με το είδος της αντιμικροβιακής χημειοπροφύλαξης που έλαβαν. Από τους 616 ασθενείς, στην ομάδα Α, που περιλαμβάνει 278 ασθενείς, ακολουθήθηκε συγκεκριμένο πρωτόκολλο αντιμικροβιακής χημειοπροφύλαξης με τη χρήση τεϊκοπλανίνης (εφάπαξ δόση Τεϊκοπλανίνης 10mg/Kg βάρους σώματος ασθενούς σε IV έγχυση διάρκειας περίπου 15 min). Στους υπόλοιπους 338 ασθενείς της ομάδα Β, ακολουθήθηκε η συνήθης πρακτική του εκάστοτε ορθοπαιδικού χειρουργού ως προς την αντιμικροβιακή χημειοπροφύλαξη, χωρίς να γίνει καμία παρέμβαση στο είδος του αντιμικροβιακού, στη δόση του ή στη διάρκεια χορήγησής του. Τα στοιχεία καταγράφηκαν σε ειδική φόρμα από τον ίδιο ερευνητή. Όλοι οι ασθενείς ήταν υπό παρακολούθηση για χρονικό διάστημα 2 ετών για τυχόν εμφάνιση επιπολής ή εν τω βάθει, οξείας μετεγχειρητικής ή όψιμης χρόνιας λοίμωξης εγχειρητικού πεδίου. Στατιστικός έλεγχος και αντιπαραβολή όλων των στοιχείων έγινε μεταξύ των δύο παραπάνω ομάδων ασθενών για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα της μίας ή της άλλης παρέμβασης. Χρησιμοποιήθηκαν οι δοκιμασίες t test, Wilcoxon Signed Rank test, x2 και Fisher’s exact test. Αποτελέσματα: Όλοι οι ασθενείς της ομάδας Α (σύνολο 278) έλαβαν ως χημειοπροφύλαξη Τεϊκοπλανίνη, σε μία μόνο δόση διεγχειρητικά 10 mg/Kg βάρους σώματος ασθενούς. Στους ασθενείς της ομάδας Β (σύνολο 338) χορηγήθηκαν ως χημειοπροφύλαξη διάφορα αντιμικροβιακά καθώς και συνδυασμοί τους για χρονικό διάστημα 6 ημερών (IQR : 5-8,3). Συγκεκριμένα, σε 159 ασθενείς (47,04%) χορηγήθηκαν κεφαλοσπορίνες β’ γενεάς με μέσο χρονικό διάστημα χορήγησης τις 6 ημέρες, επιπλέον σε 145 ασθενείς (42,9%) χορηγήθηκαν ημισυνθετικές πενικιλλίνες με αναστολείς των β- λακταμασών για χρονικό διάστημα 5 ημερών. Σε 22 ασθενείς (6,5%) χορηγήθηκαν κινολόνες για 8 ημέρες και τέλος σε 12 ασθενείς (3,55%) έγινε συνδυασμός των παραπάνω με αμινογλυκοσίδες για χρονικό διάστημα 7 ημερών. Μετεγχειρητική λοίμωξη, συστηματική ή του χειρουργικού πεδίου, ανέπτυξαν συνολικά 74 ασθενείς (12 %). Από αυτούς οι 31 ασθενείς (11,1%) ανήκαν στην ομάδα Α και οι 43 ασθενείς (12,7%) στην ομάδα Β και δεν διαπιστώθηκε στατιστική σημαντικότητα, p=0,45. Μετεγχειρητική λοίμωξη του χειρουργικού πεδίου ανέπτυξαν συνολικά 13 ασθενείς (2.29%). Σε 9 (1,55%) αναπτύχθηκε επιπολής λοίμωξη του χειρουργικού πεδίου, όλοι ανήκαν στην ομάδα Β (2.99%) (p<0,001). Εν τω βάθει λοίμωξη του εγχειρητικού πεδίου εμφάνισαν 2 ασθενείς της ομάδας Α και 2 ασθενείς της ομάδας Β (p=NS). Συστηματική μετεγχειρητική νοσοκομειακή λοίμωξη (κυρίως του αναπνευστικού και του ουροποιητικού συστήματος) ανέπτυξαν 29 ασθενείς (10,4%) της ομάδας Α και 33 ασθενείς (9,8%) της ομάδας Β (p=NS). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες και στις δύο ομάδες ήταν ελάχιστες και οδήγησαν σε διακοπή χορήγησης του φαρμάκου σε έναν μόνο ασθενή σε κάθε ομάδα (p=NS). Συμπεράσματα: Μία διεγχειρητική εφάπαξ δόση τεϊκοπλανίνης παρουσιάζει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ως προς τη χημειοπροφύλαξη των επεμβάσεων ολικής αρθροπλαστικής ισχίου και γόνατος, σε σύγκριση με τη χορήγηση πολλαπλών δόσεων άλλων αντιμικροβιακών σχημάτων. Τα παραπάνω αποτελέσματα αφήνουν υποσχέσεις για μία πιο αποτελεσματική πρόληψη των λοιμώξεων του χειρουργικού πεδίου μετά από επεμβάσεις ολικών αρθροπλαστικών, σε περιβάλλοντα όπου ενδημεί ο ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη σταφυλόκοκκος.