Το Σύστημα CRF (Corticotropin Releasing Factor) αποτελείται από τα νευροπεπτίδια CRF, Ucn I, II και ΙΙΙ και τους υποδοχείς CRF1, CRF2 και CRF-BP. Είναι υπεύθυνο για τη ρύθμιση του στρες και την ομοιόσταση γενικά ενός οργανισμού. Στη συγκεκριμένη μελέτη ερευνήσαμε την παρουσία των μελών του Συστήματος αυτού σε εμβρυϊκούς, ανθρώπινους ιστούς και ιδιαιτέρως στους πνεύμονες, καρδιά και εγκέφαλο, φυσιολογικών και παθολογικών εμβρύων, διαφορετικής ηλικίας κύησης.Οι εμβρυϊκοί ιστοί παραλήφθηκαν από 40-46 ανθρώπινα έμβρυα που ανήκουν στο Αρχειακό υλικό του Εργαστηρίου Ιστολογίας- Εμβρυολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (Δ.Π.Θ.), στην Αλεξανδρούπολη. Τα έμβρυα κατατάχθηκαν στη συνέχεια στην Ομάδα Α (έμβρυα χωρίς παθολογία, φυσιολογικά), Ομάδα Β (έμβρυα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες) και Ομάδα Γ (έμβρυα με συγγενείς ανωμαλίες). Χρονικά, τα έμβρυα χωρίστηκαν στα τρία τρίμηνα της εγκυμοσύνης (για τη μελέτη του καρδιακού και εγκεφαλικού ιστού) και στα πνευμονικά στάδια ανάπτυξης (για τη μελέτη του πνευμονικού ιστού). Η παρουσία του Συστήματος CRF εκτιμήθηκε με ανοσοϊστοχημεία και στη συνέχεια έγινε στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων. Αποδείξαμε την ανοσοϊστοχημική παρουσία όλων των μελών της οικογένειας CRF σε εμβρυϊκούς, ανθρώπινους ιστούς πνεύμονα (επιθηλιακά και μεσεγχυματικά κύτταρα), καρδιάς και εγκεφάλου (νευρικά και νευρογλοιακά κύτταρα), σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης. Ως προς τον πνεύμονα, η Ucn I και ο CRF1 εντοπίστηκαν συχνότερα στην Ομάδα Α, ενώ οι ουροκορτίνες γενικότερα ήταν πιο συχνά παρούσες στο ψευδοαδενικό στάδιο ανάπτυξης. Σημαντική ήταν και η θετική συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία των νευροπεπτιδίων CRF και ανάμεσα στον CRF και CRF1. Επιπλέον, δύο έμβρυα με πνευμονική παθολογία παρουσίασαν χαμηλή ή μη ανιχνεύσιμη παρουσία του Συστήματος. Στον καρδιακό ιστό, η Ucn III δεν ανιχνεύθηκε καθόλου στα φυσιολογικά έμβρυα και ήταν συχνότερη στα έμβρυα με συγγενείς ανωμαλίες. Παράλληλα, ήταν πιο συχνά παρούσα στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης. Όσον αφορά στον εγκεφαλικό ιστό η Ucn I εντοπίστηκε συχνότερα και με μεγαλύτερη ποσοτική έκφραση στο δεύτερο μισό της κύησης. Επιπλέον, οι Ucn I, III, CRF2 και CRF-BP εντοπίστηκαν εντονότερα στα φυσιολογικά, από ότι στα παθολογικά έμβρυα. Σε έμβρυα με παθολογία του νευρικού συστήματος δεν εντοπίστηκαν καθόλου οι υποδοχείς CRF1 και CRF2. Ακόμη, ο αριθμός των θετικών για το Σύστημα CRF κυττάρων στον εγκεφαλικό φλοιό φυσιολογικών εμβρύων μειώθηκε με την αύξηση της εμβρυϊκής ηλικίας. Οι πλακούντες όλων των υπό μελέτη εμβρύων αποδείχτηκαν θετικοί για την παρουσία όλων των μελών του Συστήματος CRF. Ιστοί νεφρού, ήπατος και λεπτού εντέρου ενός φυσιολογικού εμβρύου 19 εβδομάδων, αποδείχτηκαν θετικοί στη χρώση για τους CRF και Ucn I. Συμπερασματικά, δείξαμε την παρουσία του Συστήματος CRF σε εμβρυϊκούς ανθρώπινους ιστούς και ιδιαιτέρως στους πνεύμονες, καρδιά και εγκέφαλο και την συσχετίσαμε με την παθολογία και την οντογένεση αυτών των συστημάτων. Τα συμπεράσματά μας συμφωνούν με άλλα διεθνή βιβλιογραφικά ευρήματα από πειραματικά μοντέλα ζώων ή ανθρώπινους ιστούς, υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία του Συστήματος στην εμβρυϊκή ανάπτυξη, ωρίμανση και παθολογία.