Η εργασία συγκεντρώνει σε κατάλογο και μελετά τις πάμπολλες παραστάσεις του θαλασσίου θιάσου στην τέχνη της ελληνιστικής και πρώιμης αυτοκρατορικής εποχής. Αρχικά ορίζει το αντικείμενό της, το θαλάσσιο θίασο, ως πομπή πραγματικών και φανταστικών πλασμάτων της θάλασσας, και στη συνέχεια παραθέτει τα μέλη που τον απαρτίζουν, καταγράφοντας την γέννηση και την ιστορική εξέλιξη του καθενός από την αρχαϊκή εποχή μέχρι τον όψιμο 1ο αι. μ.Χ. Κατόπιν, μελετά τον τρόπο που οι επί μέρους αυτές μορφές συντίθενται μεταξύ τους, ώστε να σχηματίσουν ευρύτερες παραστάσεις, οι οποίες διακρίνονται σε μυθολογικές και σε αυτοτελείς, δηλαδή άνευ μυθολογικού περιεχομένου. Η εργασία αναλύει πρώτα τις μυθολογικές και εξετάζει ξεχωριστά τον κάθε μύθο στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται ο θαλάσσιος θίασος, κάνοντας παρατηρήσεις για το βαθμό δημοτικότητας και τη χρονολογική και γεωγραφική διασπορά των σχετικών μνημείων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο μύθο της μεταφοράς και παράδοσης των όπλων του Αχιλλέα από το θαλάσσιο θίασο των Νηρηίδων, μύθος ο οποίος, όντας θέμα δημοφιλούς αισχύλειας τραγωδίας του πρώιμου 5ου αι. π.Χ., υπήρξε η αιτία σχηματισμού των πρώτων παραστάσεων του θιάσου στις εικαστικές τέχνες. Μετά τους μυθολογικούς θιάσους, η εργασία εξετάζει τη γέννηση και την εξελικτική πορεία των αυτοτελών θιάσων, που εμφανίστηκαν κατά λίγα χρόνια αργότερα σε σχέση με τους μυθολογικούς, συνυπήρξαν μαζί τους για χρόνια, αλλά σταδιακά κέρδιζαν έναντί τους σε έδαφος, ώσπου τους εκτόπισαν σχεδόν εντελώς, δείχνοντας πως η πορεία του θιάσου τείνει από την απλότητα και την μυθολογική αφήγηση προς την πολυπλοκότητα, τον πλούτο και την απαλλαγμένη από την αφήγηση διακοσμητικότητα. Στη συνέχεια, από τη συνδυασμένη μελέτη των ταφικών μνημείων με θαλάσσιο θίασο και σχετικών φιλολογικών πηγών, η εργασία συμπεραίνει ότι ο θίασος, και μάλιστα στο μύθο του Αχιλλέα, ήταν αγαπητότατος στην Απουλία και τον Πόντο της πρώιμης ελληνιστικής εποχής ενώ, μετά από μια κάμψη δυόμισι αιώνων, ξαναγίνεται αγαπητός στην Ιταλία, τώρα με τη μορφή αυτοτελών εραλδικών θαλασσίων πλασμάτων. Ο θίασος της ταφικής τέχνης δηλώνει τη μακαριότητα, την τιμή και τον αφηρωισμό, ποιότητες που απέκτησε λόγω του αχίλλειου μύθου αλλά και της σχέσης των Νηρηίδων με την αθανασία. Από την άλλη, στη δημόσια τέχνη ο θίασος, που κοσμούσε αναθήματα ελληνιστικών ηγεμόνων, ρωμαϊκών γενών και αυτοκρατόρων σε δημόσιους χώρους, εντάχθηκε στη δυναστική προπαγάνδα και προσπάθεια προβολής των αναθετών. Αποδεικνύεται ότι υπήρξε μια παράδοση απεικόνισης θιάσου σε μνημεία ναυτικών νικών από τα ελληνιστικά χρόνια, την οποία παρέλαβε και αξιοποίησε στο έπακρο ο Αύγουστος για την ακτιακή προπαγάνδα του. Η φανερή προτίμηση των Ιουλίων για τους Τρίτωνες αντικαταστάθηκε από τα χρόνια του Νέρωνα και εξής από την προτίμηση για τις Νηρηίδες. Την ίδια εποχή αξιοποιείται πολύ και η διακοσμητική διάσταση του θιάσου. Τέλος, η εργασία συμπεραίνει ότι ο κοινός παρονομαστής όλων των λειτουργιών του θιάσου ήταν η ιδιότητά του ως συνοδού σε κρίσιμες στιγμές (λ.χ. θάνατος, νίκη και επικράτηση).