Ο άνθρωπος εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τα οικοσυστήματα της Γης και τις υπηρεσίες που παρέχουν, όπως η διάθεση τροφής και νερού, η διαχείριση ασθενειών, η ρύθμιση του κλίματος, η πνευματική ευημερία και η αισθητική απόλαυση. Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες (ΟΥ) ορίζονται ως η άμεση ή έμμεση συμβολή της οικολογικής δομής και των διαδικασιών στην ανθρώπινη ευημερία με τη μορφή (1) προμηθευτικών υπηρεσιών, (2) ρυθμιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών διατήρησης, και (3) πολιτιστικών υπηρεσιών (σύμφωνα με την Κοινή Παγκόσμια Ταξινόμηση των Οικοσυστημικών Υπηρεσιών - CICES). Αυτό σημαίνει ότι η ανθρωπότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό κεφάλαιο και από υψηλής λειτουργικότητας οικοσυστήματα, τα οποία αποτελούν τη βάση μιας σταθερής ροής ΟΥ. Η χαρτογράφηση και η αξιολόγηση των ΟΥ παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την κατανόηση της σχέσης μεταξύ της παροχής ΟΥ και της κοινωνίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων και την περιβαλλοντική διαχείριση. Έτσι, για την αποτελεσματική διαχείριση πολλαπλών ΟΥ, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η δυναμική των ΟΥ διατηρεί υγιή οικοσυστήματα ώστε να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη ευημερία στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης. Από την άποψη αυτή, η εφαρμογή των ΟΥ στην πράξη απαιτεί τον εντοπισμό των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων αναμεταξύ των ΟΥ και μεταξύ των ΟΥ και της ανθρώπινης ζήτησης για τη βελτιστοποίηση της μελλοντικής παροχής ΟΥ και τον μετριασμό των πιθανών ανταλλαγών (trade-offs). Ωστόσο, η ανθρώπινη ζήτηση για φυσικούς πόρους εξακολουθεί να αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό, με κίνδυνο τη μείωση παροχής σημαντικών ΟΥ. Έτσι, με την καταγραφή τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης για ΟΥ, είναι δυνατό να εντοπιστούν οι ζώνες ή οι περιοχές στις οποίες οι ΟΥ είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανθρώπινες ανάγκες. Τα νησιά της Μεσογείου είναι ευρέως αναγνωρισμένα ως θερμά σημεία (hotspots) βιοποικιλότητας, με μακροχρόνια επίδραση ανθρώπινων δραστηριοτήτων που διαμόρφωσαν πολύ-λειτουργικά τοπία. Οι κοινωνικό-οικονομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων που οδηγούν στη δημιουργία τέτοιων ποικίλων τοπίων, τα οποία παρέχουν πολλαπλές ΟΥ. Ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες, συνοδευόμενοι και οδηγούμενοι από την κλιματική αλλαγή, μπορεί να έχουν μη αναστρέψιμες συνέπειες στα τοπικά οικοσυστήματα, και επομένως στις ΟΥ που παρέχονται. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα διδακτορική διατριβή φιλοδοξεί να συμβάλει στην κατανόηση των ΟΥ και των σχέσεων μεταξύ τους, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε πολύπλοκα και ποικίλα μεσογειακά οικοσυστήματα, όπως εκείνα που χαρακτηρίζουν τα Ιόνια νησιά. Αυτή η ολοκληρωμένη εικόνα μπορεί να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων και στους διαχειριστές του τοπίου σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσουν διαχειριστικές αποφάσεις και δράσεις σε ευαίσθητα οικοσυστήματα. Συγκεκριμένα, οι κύριοι στόχοι ήταν (1) να εκτιμηθεί η χωρική και χρονική δυναμική πολλαπλών ΟΥ, καθώς και οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, (2) να προσδιοριστεί η χωρική συμφωνία/αντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης για ΟΥ και (3) να εντοπιστεί ο βαθμός συνεισφοράς κοινωνικό-οικολογικών παραγόντων στη χωρική κατανομή των δεσμών ΟΥ στους τέσσερις νομούς των Ιονίων Νήσων · δηλαδή την Κέρκυρα, τη Λευκάδα, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Αρχικά, χρησιμοποιώντας μια σειρά βιοφυσικών δεικτών και μοντέλων, χαρτογραφήθηκε στην περιοχή μελέτης η χωρική κατανομή των ΟΥ. Επιπλέον, διερευνήθηκαν οι αλληλεπιδράσεις αναμεταξύ των ΟΥ αναλύοντας τις σχέσεις τους, προσδιορίζοντας τις δέσμες ΟΥ (σύνολα ΟΥ που εμφανίζονται ταυτόχρονα χωρικά και χρονικά) και προσδιορίζοντας την σύσταση και ένταση των ΟΥ μέσα στις δέσμες αυτές. Οι τρεις βασικές ομάδες ΟΥ (προμηθευτικές, ρυθμιστικές και πολιτισμικές) εμφάνισαν παρόμοια πρότυπα σε ορισμένα νησιά, αλλά διέφεραν σε νησιά όπου περιοχές με υψηλή παροχή αναψυχής παρουσίασαν ταυτόχρονα χαμηλής έντασης προμηθευτικές και ρυθμιστικές υπηρεσίες. Οι χρονικές μεταβολές έδειξαν τόσο σταθερότητα όσο και αλλαγές στην παροχή και τις σχέσεις μεταξύ ΟΥ. Μεταξύ των νησιών, διαφορετικά πρότυπα προκλήθηκαν από το βαθμό μίξης φυσικής βλάστησης και ελαιώνων, καθώς η δέσμη ελαιώνων παρείχε πολλαπλές ΟΥ, ενώ η αστική-χωρίς βλάστηση δέσμη παρείχε μειωμένη ποσότητα ΟΥ. Τα ευρήματα της εργασίας σχετικά με τη χωρική και χρονική διακύμανση των ΟΥ φαίνεται να καθορίζονται από τη γεωργία, την εγκατάλειψη ή/και εντατικοποίηση της γης, την αύξηση του τουρισμού και την συχνότητα πυρκαγιών. Έπειτα, διερευνήθηκαν οι χωρικές ομοιότητες και αναντιστοιχίες μεταξύ της ικανότητας των οικοσυστημάτων να παρέχουν υπηρεσίες και της ζήτησης της κοινωνίας για τις υπηρεσίες αυτές, χρησιμοποιώντας βιοφυσικούς και οικονομικούς δείκτες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι αγροτικές και αστικές περιοχές παρουσίασαν μεγάλη ζήτηση, λόγω της υψηλής παρουσίας του ανθρώπινου πληθυσμού και των τουριστικών δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές. Αντίθετα, τα δάση και ελαιώνες, που αποτελούν πάνω από το 50% των νησιών του Ιονίου οδήγησαν μεγάλες εκτάσεις περιοχών να κυριαρχούνται από πλεονάζουσα παροχή ΟΥ ή ισορροπία μεταξύ παροχής και ζήτησης. Η ανάλυση χωρικών προτύπων που πραγματοποιήθηκε για τον εντοπισμό ομοιογενών χωρικών ζωνών με υψηλή αναντιστοιχία παροχής-ζήτησης διευκόλυνε τον εντοπισμό περιοχών προτεραιότητας για διατήρηση. Για περιοχές όπου φαίνεται να υπάρχει ένα μη βιώσιμο καθεστώς διαχείρισης, ήταν δυνατή η εύρεση εναλλακτικών λύσεων σχετικά με τη διατήρηση ή τη μετατόπιση των χωροταξικών πολιτικών για τη βελτίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Γενικότερα, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε μεγάλο βαθμό η ζήτηση της κοινωνίας για σημαντικές υπηρεσίες καλύπτεται από την παροχή υπηρεσιών των οικοσυστήματων. Κατά συνέπεια, η κατανόηση της ισορροπίας μεταξύ παροχής και ζήτησης μπορεί να διευκολύνει τον βιώσιμο χωροταξικό σχεδιασμό και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Τέλος, για να υποστηριχθεί η λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων σχετικά με τη διαχείριση του τοπίου και για την υλοποίηση κατάλληλων ενεργειών σχεδιασμού, ο τελικός στόχος αυτής της εργασίας ήταν να εντοπίσει το βαθμό συνεισφοράς των κοινωνικό-οικολογικών παραγόντων στη διαμόρφωση των δεσμών ΟΥ. Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν 17 κοινωνικό-οικολογικές μεταβλητές, με τη χρήση μεθόδου μηχανικής μάθησης (Random Forest), για τη συμβολή τους στην εξήγηση και διαμόρφωση της παροχής και ζήτησης ΟΥ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι σημαντικότερες μεταβλητές για τη διαμόρφωση των δεσμών παροχής ΟΥ ήταν η ετερογένεια και η συνδεσιμότητα τοπίου, το υψόμετρο, οι κλίσεις, και ο πληθυσμός. Συγκριτικά, οι μεταβλητές που αντιπροσωπεύουν τοπογραφικά χαρακτηριστικά (υψόμετρο και κλίσεις) και ο πληθυσμός συγκαταλέγονται μεταξύ των σημαντικότερων μεταβλητών που συμβάλλουν στη ζήτηση από τη κοινωνία για συγκεκριμένες ΟΥ. Έτσι, μελλοντικές έρευνες για ΟΥ θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κοινωνικό-οικολογικούς παράγοντες που επηρεάζουν την παροχή και τη ζήτηση των ΟΥ για την κατανόηση των πιθανών επιπτώσεων μελλοντικών διαχειριστικών αποφάσεων σχετικά με τα ποικίλα μεσογειακά τοπία, όπως αυτά των Ιονίων Νήσων. Συμπερασματικά, οι οικοσυστημικές υπηρεσίες θεωρούνται ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο γεφύρωσης μεταξύ ερευνητικών αποτελεσμάτων, και χάραξης πολιτικής, καθιστώντας τες τελικά ένα σημαντικό μέσο λήψης αποφάσεων σε παγκόσμια, εθνική, περιφερειακή και τοπική κλίμακα.