Οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας έχουν συσχετιστεί με αιματολογικές διαταραχές και συχνότερα με μεταβολές σε μια αιμοποιητική σειρά. Η ουδετεροπενία σε ασθενείς με νόσο του θυρεοειδούς έχει αποδοθεί: α. στην άμεση επίδραση των θυρεοειδικών ορμονών στην αιμοποίηση β. σε μια συνυπάρχουσα έλλειψη φυλλικού οξέος/Β12 γ. σε υποκείμενους ανοσολογικούς μηχανισμούς (κυκλοφορούντα ανοσοσυμπλέγματα/φάρμακα: θειοναμίδες). Παρολαυτά, είναι περιορισμένες οι αναφορές σχετικά με τη συστηματική μελέτη ασθενών με ουδετεροπενία και θυρεοειδοπάθεια, η οποία μπορεί να συνυπάρχει ή να προηγείται της εμφάνισης της ουδετεροπενίας,. Επιπρόσθετα, αντιφατικά είναι και τα δεδομένα που αφορούν στην κατανομή των λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών σε ασθενείς με θυρεοειδοπάθεια αυτοανόσου ή μη αιτιολογίας, ενώ σπάνιες είναι οι μελέτες που αναφέρουν τα ανοσοφαινοτυπικά ευρήματα σε ασθενείς, στους οποίους συνυπάρχει ουδετεροπενία και θυρεοειδοπάθεια. Στόχοι της παρούσης μελέτης είναι: 1) ο προσδιορισμός της συχνότητας των παθήσεων του θυρεοειδούς αδένα μεταξύ ασθενών με ουδετεροπενία 2) η περιγραφή των κλινικών και εργαστηριακών τους χαρακτηριστικών 3) η διερεύνηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών που συνδέουν την ουδετεροπενία με τα νοσήματα του θυρεοειδούς αδένα, καταγράφοντας τις πιθανές διαφορές στην κατανομή των λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών στο περιφερικό αίμα, την παρουσία των αντιπολυμορφοπυρηνικών αντισωμάτων, καθώς και άλλες ανοσολογικές παραμέτρους. Για το σκοπό αυτό αναλύσαμε τα κλινικά και εργαστηριακά δεδομένα 218 διαδοχικών ασθενών, οι οποίοι προσήλθαν για διερεύνηση ουδετεροπενίας στο εξωτερικό αιματολογικό ιατρείο της Κλινικής μας τη χρονική περίοδο 2005-2008. Ο εργαστηριακός έλεγχος περιελάμβανε γενική αίματος, μελέτη επιχρίσματος περιφερικού αίματος, βιοχημικό έλεγχο, προσδιορισμό επιπέδων φυλλικού οξέος, Β12 και σιδήρου, ιολογικό και ανοσολογικό έλεγχο, προσδιορισμό κλασμάτων του συμπληρώματος C3 και C4, εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας (FT3, FT4, TSH, anti-TPO Abs, anti-TG Abs, TRAbs) και ανίχνευση αντιπολυμορφοπυρηνικών αντισωμάτων (anti-PMN Abs) με τις μεθόδους GIFT, GAT και LIFT. Επιπρόσθετα, ο ανοσοφαινότυπος λεμφοκυττάρων περιφερικού αίματος πραγματοποιήθηκε με κυτταρομετρία ροής και τριπλό πάνελ φθοριοχρωμάτων. Η ανίχνευση κλωνικότητας των Τ-LG λεμφοκυττάρων πραγματοποιήθηκε με τη μεθοδολογία PCR. Από τους 218 ασθενείς με ουδετεροπενία, 65 είχαν χρόνια ιδιοπαθή ουδετεροπενία, 33 T-LGL, 12 αυτοάνοσα νοσήματα, 75 παθήσεις του θυρεοειδούς χωρίς άλλες συνυπάρχουσες αυτοάνοσες ή αιματολογικές διαταραχές και 33 άλλες διαγνώσεις. 13 από τους 33 ασθενείς με T-LGL και 4 από τους 12 ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα είχαν θυρεοειδοπάθεια. Έτσι, συνολικά ανιχνεύσαμε 95/218 ασθενείς με ουδετεροπενία και συνυπάρχουσα θυρεοειδοπάθεια (43,5%). Οι ασθενείς με νόσο του θυρεοειδούς παρουσίαζαν συχνότερα υποτροπιάζουσες λοιμώξεις σε σχέση με τους υπόλοιπους ασθενείς (p=0,045). Μεταξύ όλων των ουδετεροπενικών ασθενών βρέθηκαν οι ακόλουθες σημαντικές συσχετίσεις: α. αρνητική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της FT3 και του απόλυτου αριθμού των ουδετεροφίλων (r=-0,274, p=0,007), β. αρνητική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της Τ4 και του απόλυτου αριθμού των CD4+ (r=-0,274, p=0,02), γ. θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της TSH και του απόλυτου αριθμού των CD4+ (r=-0,16, p=0,05), δ. αρνητικές συσχετίσεις μεταξύ του τίτλου των TPO-Abs και TG-Abs και των επιπέδων του C4 (r=0,16, p=0,05; r=0,266, p=0,001). Επιπρόσθετα, τα ποσοστά των CD2+ και CD4+ λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών ήταν σημαντικά υψηλότερα σε ασθενείς με θυρεοειδοπάθεια, συγκριτικά με ασθενείς χωρίς νόσο του θυρεοειδούς (p=0,05, p=0,002). Από τους 95 ασθενείς με θυρεοειδοπάθεια, 51 είχαν θυρεοειδίτιδα Hashimoto (HT, 23.4%), 9 νόσο Graves (GD, 4.1%), 18 πολυοζώδη βρογχοκήλη (NTMG, 8.2%), 11 υποκλινικό υποθυρεοειδισμό (HP, 5%), ενώ 6 είχαν υποβληθεί σε ολική θυρεοειδεκτομή λόγω όζων (TTM, 2.8%). Οι ασθενείς με αυτοάνοση θυρεοειδοπάθεια παρουσίαζαν συχνότερα και άλλες αυτοάνοσες δερματικές ή συστηματικές εκδηλώσεις (p=0,03). Μεταξύ των ασθενών με διαφορετικά θυρεοειδικά νοσήματα, υπήρχε σημαντική διαφορά στην κατανομή των CD20+ λεμφοκυττάρων (p=0,038): οι ασθενείς με ΗΤ παρουσίαζαν αύξηση του ποσοστού των Β-λεμφοκυττάρων, ενώ το αντίθετο παρατηρήθηκε για τους ασθενείς της ΤΤΜ-υποομάδας. Στους ασθενείς με GD βρέθηκε αύξηση του ποσοστού των ΝΚ κυττάρων και ελάττωση του ποσοστού των TCRγδ+ λεμφοκυττάρων (p=0,001; p=0,05). Οι ασθενείς με NTMG είχαν σημαντικά υψηλότερο απόλυτο αριθμό ουδετεροφίλων (p=0.004), σε σχέση με ασθενείς με άλλες θυρεοειδοπάθειες. Anti-PMN Abs ανιχνεύτηκαν στο 37,2% των ασθενών με νόσο του θυρεοειδούς. Οι τίτλοι των anti-TPO Abs ήταν σημαντικά υψηλότεροι στους ασθενείς με θετικά anti-PMN Abs, συγκριτικά με τους ασθενείς με αρνητικά anti-PMN Abs (p<0.05). Συμπεραίνουμε, πως η συχνότητα των παθήσεων του θυρεοειδούς μεταξύ των ασθενών με ουδετεροπενία μπορεί να είναι υψηλότερη από αυτή που είχε αναφερθεί μέχρι σήμερα. Έτσι, η εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας πρέπει να γίνεται σε όλους τους ασθενείς με ουδετεροπενία, ακόμη και όταν εκείνοι δεν αναφέρουν σχετική συμπτωματολογία. Επιπρόσθετα, τα αυξημένα επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να έχουν απευθείας τοξική δράση στον απόλυτο αριθμό ουδετεροφίλων. Τέλος, η παρουσία anti-PMN Abs, καθώς και η διαφορετική κατανομή των λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών μεταξύ ασθενών με διαφορετικές παθήσεις του θυρεοειδούς υποδεικνύουν το σημαντικό ρόλο των μηχανισμών τόσο της χυμικής όσο και της κυτταρικής ανοσίας στην παθοφυσιολογία της ουδετεροπενίας που συσχετίζεται με τα νοσήματα του θυρεοειδούς.