Σκοπός της διατριβής είναι η μελέτη ενός σχετικά ανεξερεύνητου θεσμού του εταιρικού δικαίου, αυτού της έκδοσης ομολογιακού δανείου με μετατρέψιμες ομολογίες, θεσμού που άπτεται της χρηματοδότησης της ανώνυμης εταιρίας με υβριδικά μορφώματα, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η δημιουργική σύνθεση των νομικών και οικονομικών χαρακτηριστικών των δύο παραδοσιακών χρηματοδοτικών εργαλείων, της ομολογίας και της μετοχής (ενδιάμεση χρηματοδότηση, mezzanine financing, financement mezzanine, Mezzanine Finanzierung). Το στοιχείο αυτό της συνένωσης στον ομολογιακό τίτλο στοιχείων ίδιων και ξένων κεφαλαίων προσδίδει στη μετατρέψιμη ομολογία ένα δισυπόστατο υβριδικό χαρακτήρα που έγκειται στο ότι, πέραν του δικαιώματος για απόδοση του κεφαλαίου και απόληψη του συμφωνημένου τόκου, ενσωματώνει το δικαίωμα μετατροπής της ομολογίας σε μετοχές της εκδότριας, η άσκηση του οποίου επιφέρει, αυτοδικαίως και χωρίς την εκτελεστική σύμπραξη της εκδότριας, ισόποση αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας και μεταβολή της έννομης θέσης του κατόχου της, από πιστωτή σε μέτοχο.Το ομολογιακό δάνειο με μετατρέψιμες ομολογίες προσεγγίζεται σε δύο επιμέρους θεματικές και η διατριβή διαρθρώνεται αντίστοιχα σε δύο μέρη:Καταρχήν αναλύεται η νομική φύση και τα εννοιολογικά στοιχεία της μετατρέψιμης ομολογίας και του δικαιώματος μετατροπής, καθώς και τα ζητήματα που ανακύπτουν αναφορικά με την έκδοση και λειτουργία του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου και τη μετατροπή των ομολογιών σε μετοχές (Μέρος Πρώτο). Ακολούθως, ο θεσμός προσεγγίζεται από τη σκοπιά της κατοχύρωσης της θέσης των κομιστών των μετατρέψιμων ομολογιών κατά τη λειτουργία του δανείου και των τρόπων εξασφάλισης των δικαιωμάτων τους (Μέρος Δεύτερο).Εξαιτίας της υστέρησης ανάπτυξης του θεσμού σε σχέση με άλλες έννομες τάξεις και, επομένως, της προσαρμογής του έλληνα νομοθέτη στις διεθνώς ραγδαία εξελισσόμενες μορφές χρηματοδότησης της εταιρικής δραστηριότητας, τα ζητήματα που πραγματεύεται η παρούσα διατριβή δεν θα μπορούσαν να προσεγγιστούν μόνον από απόψεως ισχυουσών διατάξεων (άρθρο 3α ΚΝ 2190/1920). Προς τούτο, η διατριβή, αξιοποιώντας τα συμπεράσματα και τις παρατηρήσεις της δικαιοσυγκριτικής προσέγγισης αλλά και της εμπειρίας που έχει συλλεγεί από την επενδυτική πρακτική, καταλήγει σε θεωρήσεις για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων θεμάτων του αντικειμένου της έρευνάς μας και στη διατύπωση προτάσεων de lege ferenda, των κανόνων, δηλαδή, που θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στις ρυθμίσεις του ελληνικού δικαίου των ομολογιακών δανείων.