Η εν θέματι διατριβή εξετάζει τις θετικές και κανονιστικές ιδιότητες του θεμελιώδους νεοκεϋνσιανού μοντέλου άσκησης νομισματικής πολιτικής, κάτω από τρεις εναλλακτικές προσεγγίσεις: την προέλευση του εξωγενή παράγοντα του κύκλου, τη δομή της αγοράς εργασίας και τα χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού νοικοκυριού που συνθέτει τη συνολική ζήτηση.Το πρώτο δοκίμιο διερευνά κατά πόσο ο δομικός διαταρακτικός παράγοντας των μεταναστευτικών ροών επηρεάζει τη βέλτιστη μορφή της νομισματικής πολιτικής, όπως έχει θεμελιωθεί στη Νέα Νεοκλασική Σύνθεση. Στο νεοκεϋνσιανό υπόδειγμα, οι απροσδόκητες μεταναστευτικές ροές προκαλούν βραχυπρόθεσμα ήπια οικονομική ύφεση, που έπεται από θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Από τη σκοπιά άσκησης νομισματικής πολιτικής, οι οικονομικές διακυμάνσεις χαρακτηρίζονται από χαμηλή μεταβλητότητα του πληθωρισμού, με τετριμμένες αρνητικές συνέπειες σε όρους κοινωνικής ευημερίας. Οι απροσδόκητες μεταναστευτικές ροές δεν επηρεάζουν τις υπάρχουσες, ούτε εισάγουν νέες ατέλειες στη νεοκεϋνσιανή οικονομία, με αποτέλεσμα η βέλτιστη νομισματική πολιτική να διατηρεί τον ουδέτερο χαρακτήρα της.Το δεύτερο δοκίμιο επεκτείνει τη κανονιστική ανάλυση του νεοκεϋνσιανού μοντέλου, υιοθετώντας την αγορά εργασίας της θεωρίας των αποδοτικών μισθών, ώστε να διερευνήσει την επίδραση της ανεργίας στη διαμόρφωση της βέλτιστης νομισματικής πολιτικής. Η αυστηρή στόχευση του πληθωρισμού δεν αποτελεί πλέον τη βέλτιστη πολιτική, που αποδίδεται στη δυσκαμψία του πραγματικού μισθού στην αγοράς εργασίας. Η πολιτική σταθερότητας του πληθωρισμού επιτυγχάνει την ισορροπία ευέλικτων τιμών, καθίσταται ωστόσο αναποτελεσματική στην επίτευξη της κατά Pareto βέλτιστης ισορροπίας. Η νομισματική αρχή θυσιάζει ευημερία σε όρους μεταβλητότητας του πληθωρισμού, για να επιτύχει αύξηση της απασχόλησης και του κατά κεφαλήν εισοδήματος.Το τρίτο δοκίμιο εισάγει μη Ρικαρδιανά χαρακτηριστικά στη συνολική ζήτηση, ώστε να διερευνηθεί κατά πόσο η κατάργηση της Ρικαρδιανής ισοδυναμίας επηρεάζει τη βέλτιστη νομισματική πολιτική. Η μη Ρικαρδιανή συμπεριφορά των καταναλωτών αποδίδεται στη λήψη αποφάσεων που αφορούν πεπερασμένους χρονικούς ορίζοντες, παρά σε ad hoc κανόνες ανορθόδοξης συμπεριφοράς. Η μυωπική λήψη αποφάσεων διογκώνει τα αρνητικά αποτελέσματα του μονοπωλιακού ανταγωνισμού και συνεπικουρεί στην απόκλιση της βέλτιστης νομισματικής πολιτικής από τον ουδέτερο χαρακτήρα της. Μακροχρόνια, η σταθερότητα του πληθωρισμού αποτελεί τη βέλτιστη πολιτική. Στο πλαίσιο των οικονομικών διακυμάνσεων ωστόσο, η βέλτιστη κατά Ramsey πολιτική χαρακτηρίζεται από θετική, αλλά μικρή διακύμανση του πληθωρισμού, που αποδίδει σταθεροποιητικό χαρακτήρα στη νομισματική πολιτική.