Η ΑΥ αποτελεί κυρίαρχο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα και μείζον πρόβλημα υγείας στις σύγχρονες κοινωνίες. Είναι πολυπαραγοντική νόσος και εξαρτάται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Η γονιδιακή συμμετοχή στην ΑΥ έχει εξετασθεί σε πολλές μελέτες, κυρίως αναφορικά με τους πολυμορφισμούς που αφορούν το ΣΡΑΑ και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Ο υποδοχέας ΑΤ1 της ΑΙΙ είναι, όπως έχει αποδειχθεί από πολυάριθμες έρευνες, αυτός μέσω του οποίου διενεργούνται οι επιβλαβείς δράσεις της ΑΙΙ. Ο πολυμορφισμός Α1166C έχει μελετηθεί σε διάφορες φυλές σε σχέση με μεγάλο αριθμό παθήσεων, ενώ στον Ελληνικό χώρο υπάρχουν μόνο 6 μελέτες που αναφέρονται σ’ αυτόν, σε ασθενείς με ΣΝ, μη αρτηριδιακή πρόσθια ισχαιμική οπτική νευροπάθεια, προεκλαμψία και τέλος την επίπτωση του ΜΣ σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση. Η ΑΙΙ μέσω των ΑΤ1 υποδοχέων αυτής προάγει τη παραγωγή οξειδωτικού στρες και τη φλεγμονή. Η συστηματική φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες, έχει αποδειχθεί ότι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της ΑΥ. Στην παρούσα μελέτη μετρήθηκε και συγκρίθηκε ο επιπολασμός του A1166C πολυμορφισμού του υποδοχέα τύπου 1 της ΑΙΙ σε Έλληνες υπερτασικούς (n=100) και νορμοτασικούς (n=60), ενώ ταυτόχρονα προσδιορίστηκαν τα επίπεδα δύο δεικτών φλεγμονής, hsCRP και SAA, και ενός δείκτη οξειδωτικού στρες, της ισορροπίας οξειδωτικών-αντιοξειδωτικών (ΡΑΒ) και συσχετίστηκαν με την αρτηριακή πίεση και τον πολυμορφισμό και στις δύο ομάδες. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με στατιστικό έλεγχο μέσων τιμών (t-test), συσχέτιση, παλινδρόμηση, ανθεκτική συνδιακύμανση και ανθεκτική πολυπαραγοντική ανάλυση (Robust). Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στον επιπολασμό του αλληλόμορφου C στους ασθενείς έναντι των μαρτύρων (32% έναντι 37% p>0,30). Σε ότι αφορά την επίδραση του αλληλόμορφου C στα επίπεδα της ΑΠ (ΣΑΠ & ΔΑΠ), στο σύνολο των ασθενών και στους υπερτασικούς δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση, ενώ στους νορμοτασικούς παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση του αλληλόμορφου C με την ΣΑΠ. Οι μέσες τιμές των δεικτών φλεγμονής hsCRP και SAA βρέθηκαν υψηλότερες στους υπερτασικούς ασθενείς σε σχέση με τους μάρτυρες (στατιστικά σημαντική διαφορά), ενώ δεν διαπιστώθηκε διαφορά στις μέσες τιμές του δείκτη ΡΑΒ που εκφράζει το οξειδωτικό στρες. Επιπρόσθετα, στο σύνολο του δείγματος καθώς και ξεχωριστά στους υπερτασικούς ασθενείς και στους νορμοτασικούς μάρτυρες, οι δείκτες φλεγμονής (hsCRP, SAA) και οξειδωτικού στρες (PAB) έχουν ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, οι δείκτες φλεγμονής hsCRP και SAA εμφανίζουν ισχυρή θετική συσχέτιση με τις ΣΑΠ και ΔΑΠ, ενώ το οξειδωτικό στρες δεν εμφανίζει συσχέτιση με την ΑΠ στο σύνολο του δείγματος, θετική συσχέτιση της hsCRP με τις τιμές ΣΑΠ και ΔΑΠ στους υπερτασικούς. Στους νορμοτασικούς μάρτυρες βρέθηκε ουδέτερη συσχέτιση των δεικτών φλεγμονής (hsCRP και SAA) με τις τιμές ΣΑΠ και ΔΑΠ, ενώ παρατηρήθηκε αρνητική συσχέτιση του δείκτη PAB του οξειδωτικού στρες με την ΣΑΠ, (μη σημαντική φλεγμονή με ΑΠ εντός των φυσιολογικών ορίων). Τέλος, στο σύνολο του πληθυσμού και στους νορμοτασικούς μάρτυρες το αλληλόμορφο C δεν εμφανίζει συσχέτιση με τους δείκτες φλεγμονής και με το δείκτη οξειδωτικού στρες ΡΑΒ, ενώ στους υπερτασικούς δεν παρατηρήθηκε επίσης καμία συσχέτιση με τη hsCRP και το SAA, αλλά διαπιστώθηκε μία τάση για αρνητική συσχέτιση του αλληλόμορφου C μόνο με το οξειδωτικό στρες (ΡΑΒ). Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη στον Ελληνικό χώρο που συγκρίνει τον επιπολασμό του A1166C σε υπερτασικούς ασθενείς και νορμοτασικούς μάρτυρες. Επιπλέον, συγκρίνει τα επίπεδα της hsCRP, του SAA και του ΡΑΒ μεταξύ των δύο ομάδων, καθώς και σε συσχέτιση με το ύψος της ΑΠ και με τα αλληλόμορφα του πολυμορφισμού. Μια θετική ή αρνητική συσχέτιση του Α ή του C αλληλόμορφου με την ΑΥ θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταλληλότερη (επιθετικότερη ή μη) αγωγή, σε καλύτερη επιλογή αντιυπερτασικών φαρμάκων και σωστότερη παρακολούθηση του ασθενούς.