Το θέμα της παρούσας διατριβής είναι να μελετήσουμε την επίδραση της διγλωσσίας στις γλωσσικές, γνωστικές και αφηγηματικές δεξιότητες των δίγλωσσων παιδιών. Στην έρευνα που διεξήχθη για την παρούσα διατριβή συμμετείχαν 209 δίγλωσσα παιδιά, ηλικίας 8 έως 12 ετών, με τρία διαφορετικά ζεύγη γλωσσών (δηλαδή, ελληνικά-αγγλικά, ελληνικά-γερμανικά, ελληνικά-αλβανικά) και 100 μονόγλωσσα παιδιά χρησιμοποιήθηκαν σαν ομάδα ελέγχου στα ελληνικά. Τα παιδιά υποβλήθηκαν σε μια σειρά από πειράματα προκειμένου να μετρηθούν οι λεξικές, γραμματικές, γνωστικές και αφηγηματικές τους δεξιότητες. Η ικανότητα των συμμετεχόντων να παράγουν αφηγήσεις στο γραπτό και στον προφορικό λόγο μετρήθηκε με τη χρήση μη χρονομετρικών πειραμάτων.Υπάρχει μεγάλος όγκος από μελέτες που εξετάζουν πώς η διγλωσσία εμπερικλείει τις γλωσσικές και τις γνωστικές μας δεξιότητες και τον τρόπο με τον οποίο παράγουμε αφηγήσεις. Όσον αφορά τις γλωσσικές δεξιότητες, τα δίγλωσσα παιδιά φαίνεται ότι έχουν μικρότερο λεξιλόγιο σε σχέση με τα αντίστοιχα μονόγλωσσα (βλέπε Bialystok 2010). Ωστόσο, τα αποτελέσματα της έρευνας μάς δείχνουν ότι η απόκτηση λεξιλογίου από τους δίγλωσσους είναι σε κάποιες ομάδες συγκρίσιμη με την ομάδα των μονόγλωσσων. Σε αυτή την περίπτωση, ο καθοριστικός παράγοντας είναι η ποσοτική διάσταση του γλωσσικού εισερχόμενου. Οι γραμματικές δεξιότητες των δίγλωσσων παιδιών μπορεί να διαφέρουν από αυτές των μονόγλωσσων ανάλογα με τη γραμματική δομή η οποία εξετάζεται (Marinis & Chondrogianni 2010), αλλά και πάλι η έρευνά μας δείχνει ότι ορισμένες ομάδες δίγλωσσων παιδιών εμφανίζουν παρόμοια αποτελέσματα με την ομάδα των μονόγλωσσων, με την ηλικία έκθεσης στην ελληνική γλώσσα και το επίπεδο στο ελληνικό λεξιλόγιο να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Σε σχέση με τις γνωστικές δεξιότητες, υπάρχουν αντικρουόμενα στοιχεία σχετικά με το αν η διγλωσσία οδηγεί σε πλεονεκτήματα στις Εκτελετικές Λειτουργίες, δηλαδή τις γνωστικές διαδικασίες που ελέγχουν τη στοχευμένη συμπεριφορά, τη διαισθητική ικανότητα, την παρορμητικότητα και την ικανότητα για προσωρινή αποθήκευση πληροφοριών. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η συστηματική χρήση δυο γλωσσών οδηγεί σε πλεονεκτική θέση τους δίγλωσσους όσον αφορά τον γνωστικό έλεγχο (πρβ. Adesope et al. 2010), ωστόσο άλλοι ερευνητές διαφωνούν με την ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος (π.χ. Namazi & Thordardottir 2010). Η παρούσα έρευνα προσθέτει μια νέα μεταβλητή σε αυτό το σημείο, καθώς έχουμε στοιχεία που δείχνουν ότι μεταξύ των δίγλωσσων οι καλύτερες επιδόσεις στον χώρο των γνωστικών δεξιοτήτων συνδέονται με την παρουσία ενός ισορροπημένου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος και του γραμματισμού στη μητρική γλώσσα. Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο παράγουν αφηγήσεις τα δίγλωσσα παιδιά, ένας ολοένα μεγαλύτερος αριθμός μελετών δείχνουν ότι η εξέλιξη της αφηγηματικής ικανότητας αποτελεί μια μακρά διαδικασία η οποία συνεχίζεται έως και τη σχολική ηλικία και συνδέεται στενά με πραγματολογικά στοιχεία και στοιχεία του προφορικού λόγου (Berman 2004). Η πειραματική ανάλυση της αφήγησης παρουσιάζει το πλεονέκτημα να είναι στενά συνυφασμένη με το περικείμενο, το οποίο έχει αποδειχτεί ότι συνιστά ένα αξιόπιστο διαγνωστικό εργαλείο για την ανάπτυξη του γραμματισμού του παιδιού (Bishop & Edmundson, 1987). Στο πλαίσιο των αφηγηματικών δεξιοτήτων, γίνεται η διάκριση ανάμεσα σε δεξιότητες μακροδομής και δεξιότητες μικροδομής. Η μακροδομή έχει σχέση με τη συνολική συνεκτικότητα της αφήγησης, ενώ η μικροδομή έχει να κάνει με στοιχεία όπως είναι το μέγεθος της αφήγησης, η επιμέρους συνεκτικότητα της αφήγησης και η συντακτική πολυπλοκότητα (πρβ. Gagarina et al. 2012).Όσον αφορά τις μετρήσεις μακροδομής, ένας από τους στόχους της διατριβής ήταν να διερευνήσει πώς επηρεάζονται από τη διγλωσσία (δίγλωσσοι : μονόγλωσσοι), τον τόπο κατοικίας (δίγλωσσοι εξωτερικού : δίγλωσσοι της Ελλάδας) και από το γλωσσικό ζεύγος (ελληνικά-γερμανικά : ελληνικά-αγγλικά : ελληνικά-αλβανικά) ο τρόπος αναφοράς στους χαρακτήρες των ιστοριών (που υπολογίζεται με την κατανομή μορφής-περιεχομένου και με την αναφορική αμφισημία) και η «δομή της αφήγησης» στις αφηγήσεις των δίγλωσσων παιδιών• επιπλέον, πώς η γλωσσική κυριαρχία (η οποία υπολογίζεται με βάση τη διαφορά στην επίδοση στα δυο λεξιλόγια και με βάση δημογραφικούς παράγοντες), το ισορροπημένο εκπαιδευτικό πλαίσιο και οι γνωστικές δεξιότητες αλληλεπιδρούν με τις μετρήσεις της μακροδομής. Τα αποτελέσματα της διατριβής υποδεικνύουν ένα πλεονέκτημα των δίγλωσσων όσον αφορά τις επιδόσεις στις μετρήσεις μακροδομής, ενώ φαίνεται ότι στο εσωτερικό της ομάδας των δίγλωσσων οι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες για την πλεονεκτικότερη επίδοση στη μακροδομή είναι το ισορροπημένο εκπαιδευτικό πλαίσιο και οι γνωστικές δεξιότητες των παιδιών.Σε σχέση με τις επιδόσεις μικροδομής, δεν έχει εντοπιστεί κάποιο πλεονέκτημα των δίγλωσσων παιδιών, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται να υπάρχει κάποιο μειονέκτημα. Βλέπουμε ότι η μορφοσύνταξη (δηλαδή το λεξιλόγιο της ελληνικής και το πείραμα των προτασιακών επαναλήψεων για την ελληνική) και εξωτερικοί παράγοντες, όπως είναι η πρώιμη προετοιμασία στον γραμματισμό, μπορούν να εξηγήσουν το μεγαλύτερο ποσοστό ποικιλότητας που εντοπίζεται στα δεδομένα των δίγλωσσων. Όσο για τους εσωτερικούς παράγοντες (δηλαδή γνωστικές δεξιότητες), αυτοί δεν φαίνεται να επηρεάζουν αυτό τον χώρο.Η παρούσα διατριβή προσφέρει νέα δεδομένα για τον ρόλο της διγλωσσίας στην ανάπτυξη της γλώσσας, της γνωστικής ικανότητας και της αφηγηματικής παραγωγής των δίγλωσσων παιδιών. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, για πρώτη φορά, ότι το να μπορεί ένα παιδί να γράφει και να διαβάζει σε δυο γλώσσες δρα ευεργετικά στην ανάπτυξη της γλώσσας, της γνωστικής ικανότητας και της παραγωγής αφηγηματικού λόγου, ένα στοιχείο που μπορεί να έχει πρακτικές εφαρμογές στην εκπαίδευση των δίγλωσσων παιδιών.