Τα Ανδρογόνα Αναβολικά Στεροειδή (ΑΑΣ) αποτελούν συνθετικά παράγωγα της φυσικής ορμόνης τεστοστερόνης. Τα τελευταία χρόνια η κατάχρηση των ΑΑΣ έχει αυξηθεί ραγδαία και έχει εξαπλωθεί σε χώρους πέρα του αθλητικού, για λόγους κοινωνικούς και κοσμητικούς. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκε η in-vivo τοξικότητα του αναβολικού στεροειδούς, νανδρολόνης στο καρδιαγγειακό σύστημα, τόσο σε μακροσκοπικό, όσο και σε κυτταρικό επίπεδο. Ακόμα μελετήθηκε η αντιστρεψιμότητα ή μη των τυχόν παρενεργειών της αναβολικής ουσίας μετά από χρονικό διάστημα αποτοξίνωσης. Για την επίτευξη των ανωτέρω, πραγματοποιήθηκε υπερηχογραφικός έλεγχος καθώς και ιστολογικός έλεγχος, του καρδιακού ιστού των πειραματόζωων. Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε προσδιορισμός της ενεργότητας της τελομεράσης στα μονοκύτταρα περιφερικού αίματος και στον καρδιακό ιστό, όπως επίσης μέτρηση βιοχημικών δεικτών και δεικτών οξειδωτικού στρες στο αίμα. Ακόμα, αναπτύχθηκε αναλυτική μέθοδος για τον προσδιορισμό της μητρικής ουσίας, αλλά και των μεταβολιτών της σε βιολογικά δείγματα (ούρα, τρίχα) προερχόμενα από τα πειραματόζωα. Παράλληλα, έγινε έλεγχος της πιθανής τοξικής δράσης της νανδρολόνης στους νεφρούς. Για τη διεξαγωγή του in vivo πειράματος χρησιμοποιήθηκαν πειραματόζωα (κουνέλια) ίδιας ηλικίας και ίδιου φύλου. Τα πειραματόζωα χωρίστηκαν σε 4 ομάδες: Control, High Dose Intramuscular (HDIM), Low Dose Intramuscular (LDIM) και High Dose Subcutaneous (HDSC). Το πειραματικό σχήμα αποτελείται από δύο περιόδους, την περίοδο χορήγησης που διήρκεσε 6 μήνες και το διάστημα της αποτοξίνωσης (wash-out period) που διήρκεσε 4 μήνες. Στα πειραματόζωα στα οποία πραγματοποιήθηκε η χορήγηση της αναβολικής ουσίας παρατηρήθηκε μια τάση για μη σημαντικές αυξημένες τιμές της μάζας του μυοκαρδίου (p=0,340) η οποία συνδέθηκε με αύξηση των δεικτών της ολικής μυοκαρδιακής λειτουργίας (MPI) (p<0,05). Η συστολική λειτουργία δεν παρουσίασε αλλαγές ή τάση για επιδείνωση στα πειραματόζωα στα οποία έγινε η χορήγηση. Παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των επιπέδων των TBARS (p<0,05) στις ομάδες υψηλής δόσης και μη σημαντική μείωση των επιπέδων της καταλάσης (p>0,05) στο αίμα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου χορήγησης η σχετική ενεργότητα της τελομέρασης στον καρδιακό ιστό, αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις ομάδες χορήγησης (p<0,05). Κατά την ιστολογική εκτίμηση του καρδιακού ιστού παρατηρήθηκε εστιακή ίνωση και ήπια χρόνια φλεγμονή στις ομάδες υψηλής δόσης. Αντίθετα, ήπια εστιακή ίνωση μικρότερης έκτασης παρατηρήθηκε στην ομάδα χαμηλής δόσης. Συμπερασματικά, η παρατεταμένη χρήση της νανδρολόνης επηρεάζει την διαστολική λειτουργία, όπως αυτό φαίνεται από τους δείκτες της ολικής μυοκαρδιακής λειτουργίας. Η αύξηση των επιπέδων της τροπονίνης και του BNP αποτελεί σημαντική ένδειξη της έναρξης της καρδιακής ανεπάρκειας. Το γεγονός ότι παρατηρείται αύξηση της τροπονίνης κατά το διάστημα της αποτοξίνωσης αποτελεί μια ανησυχητική ένδειξη για παρατεταμένη ή καθυστερημένη τοξική δράση των αναβολικών στην καρδιά. Επιπλέον, τα ιστοπαθολογικά ευρήματα υποδεικνύουν την τοπική βλάβη του καρδιακού ιστού καθώς και η αυξημένη ενεργότητα της τελομεράσης πιθανότατα λειτουργεί ως αντισταθμιστικός μηχανισμός για την επιβίωση των κυττάρων μπροστά στην υπάρχουσα συσσώρευση του οξειδωτικού στρες. Ακόμα, οι ομάδες υψηλής δόσης φαίνεται πως επιβαρύνονται περισσότερο από αυτήν της χαμηλής δόσης.