Εισαγωγή, σκοπός: Η δοξορουβικίνη θεωρείται ένας από τους αποτελεσματικότερους αντινεοπλασματικούς παράγοντες, όμως η χρήση της περιορίζεται από την ανάπτυξη σοβαρής καρδιοτοξικότητας. Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνηθεί η πιθανή πρόληψη της καρδιοτοξικότητας από δοξορουβικίνη με συγχορήγηση φαρμάκων όπως η μετοπρολόλη (β-αποκλειστής) και η εναλαπρίλη (αναστολέας του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης) σε ασθενείς με λεμφώματα.Ασθενείς και μέθοδοι: Ασθενείς με Hodgkin (HL) και non-Hodgkin λέμφωμα (NHL) που έλαβαν χημειοθεραπεία με δοξορουβικίνη τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν ταυτόχρονα με την δοξορουβικίνη, μετοπρολόλη (ομάδα 1), εναλαπρίλη (ομάδα 2) ή καθόλου θεραπεία (ομάδα 3). Στους ασθενείς πραγματοποιήθηκαν υπερηχοκαρδιογραφήματα και έγινε συνεχής καταγραφή των παραμέτρων της λειτουργίας της αριστερής κοιλίας. Τα πρωτεύοντα καταληκτικά σημεία της μελέτης ήταν: 1) η επίπτωση της κλινικής ή υποκλινικής καρδιοτοξικότητας σε ασθενείς με λέμφωμα κατά τη διάρκεια του 1ου χρόνου από την έναρξη της χημειοθεραπείας με δοξορουβικίνη (πρώιμη καρδιοτοξικότητα), μετά από ταυτόχρονη θεραπεία με μετοπρολόλη ή εναλαπρίλη, σε σύγκριση με τη μη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και 2) η επίπτωση της όψιμης καρδιοτοξικότητας (>1χρόνο από την έναρξη της χημειοθεραπείας με δοξορουβικίνη). Ως κλινική καρδιοτοξικότητα ορίστηκε η παρουσία συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας. Ως υποκλινική καρδιοτοξικότητα ορίστηκε: 1) η ελάττωση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας (LVEF) > 10% ανάμεσα σε δύο μετρήσεις και με τιμή κλάσματος εξώθησης (EF) στη δεύτερη μέτρηση <50% (καρδιακό συμβάν) και 2) μια αλλαγή στις συστολικές και διαστολικές παραμέτρους της αριστερής κοιλίας σε σχέση με τις παραμέτρους πριν από την έναρξη της ΧΜΘ.Αποτελέσματα: 125 ασθενείς ολοκλήρωσαν τη μελέτη (65 άνδρες), μέσης ηλικίας 49 έτη (± SD 17,85 έτη). Σαράντα δύο ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στην ομάδα 1, 43 ασθενείς στην ομάδα 2 και 40 ασθενείς στην ομάδα 3. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης των ασθενών ήταν 31 μήνες (SD ± 17.7 μήνες). Εκατόν εννέα ασθενείς συμπλήρωσαν 1 χρόνο παρακολούθησης (πρώιμη καρδιοτοξικότητα), 64 ασθενείς 2 χρόνια και 45 ασθενείς 3 χρόνια. Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάστηκε σε 6 (4,8%) ασθενείς. Ένας ασθενής είχε λάβει μετοπρολόλη, 2 είχαν λάβει εναλαπρίλη και 3 δεν είχαν λάβει καμία θεραπεία (χ2=1.178, p=0.555). Είκοσι ασθενείς (16%) εμφάνισαν καρδιοτοξικότητα κατά τη διάρκεια του 1ου χρόνου παρακολούθησης (πρώιμη καρδιοτοξικότητα) και 8 ασθενείς (7.3%) μετά τον 1ο χρόνο παρακολούθησης (όψιμη καρδιοτοξικότητα). Δε βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία καρδιοτοξικότητας και: 1. θεραπείας με μετοπρολόλη ή εναλαπρίλη, 2. τύπου λεμφώματος, 3. φύλου, 4. ηλικίας, 5. καπνίσματος, 6. δείκτη μάζας σώματος. Ο μέσος όρος όλων των υπερηχοκαρδιογραφικών μεταβλητών (συστολικών και διαστολικών) ανάμεσα στις 3 ομάδες δε διέφερε στατιστικά σημαντικά κατά τη διάρκεια του 1ου χρόνου παρακολούθησης των ασθενών. Παρόμοια ήταν τα ευρήματα και για την υπόλοιπη περίοδο παρακολούθησης των ασθενών. Όμως το κλάσμα E/A της διαστολικής λειτουργίας της αριστερής κοιλίας ήταν στατιστικά σημαντικά αυξημένο στην ομάδα της μετοπρολόλης 30 και 42 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας (p=0.003 και p=0.005 αντίστοιχα). Οι 17 ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες καταγράφηκαν διανεμήθηκαν ομοιόμορφα και στις 3 ομάδες. Η μετοπρολόλη και η εναλαπρίλη ήταν καλά ανεκτές.Συμπεράσματα: Η δοξορουβικίνη στις συνιστώμενες θεραπευτικές δόσεις σε ασθενείς με λέμφωμα δεν επηρέασε τη συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας στην πρώιμη και όψιμη φάση της θεραπείας. Η μετοπρολόλη έδειξε ότι μπορεί να έχει θετική επίδραση στη διαστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας πολύ όψιμα.