Η αναγνώριση ομιλητή αποτελεί τη διαδικασία της αυτόματης αναγνώρισης του ατόμου που μιλάει, με βάση κάποια χαρακτηριστικά που εξάγονται από το σήμα φωνής. Χωρίζεται σε δύο επιμέρους κατηγορίες, και συγκεκριμένα στην ταυτοποίηση και στην επαλήθευση του ομιλητή. Ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών έχει ως πυρήνα του την αναγνώριση ομιλητή, όπου συνήθως η παρουσία περιβαλλοντικού θορύβου στο σήμα φωνής δυσκολεύει την εξαγωγή σωστών εκτιμήσεων. Ένας επιπρόσθετος παράγοντας που συμβάλει στη δυσκολία σωστής αναγνώρισης αποτελεί η περιορισμένη ποσότητα δεδομένων εκπαίδευσης και δεδομένων αξιολόγησης. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε λόγους δυσκολίας απόκτησης μεγάλου όγκου δεδομένων εκπαίδευσης είτε στην ανάγκη να μειώσουμε το υπολογιστικό κόστος μέσω της χρήσης λίγων, αλλά αξιόπιστων, δεδομένων αξιολόγησης. Στην προσπάθειά μας να αντιμετωπίσουμε τις παραπάνω δυσκολίες, επιτυγχάνοντας υψηλά ποσοστά επιτυχούς αναγνώρισης, η παρούσα εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, το πρόβλημα της αναγνώρισης ομιλητή ανάγεται σε ένα πρόβλημα ταξινόμησης. Στην κατεύθυνση αυτή αναπτύσσουμε και μελετάμε συμπεριφορά τεχνικών ταξινόμησης που βασίζονται σε υποθέσεις αραιής αναπαράστασης, όπου επικεντρωνόμαστε στην εφαρμογή ταυτοποίησης ομιλητή με χρήση πολύ περιορισμένων δεδομένων εκπαίδευσης και αξιολόγησης, σε περιβάλλοντα με υψηλά επίπεδα θορύβου. Η βασική υπόθεση που διέπει τις συγκεκριμένες τεχνικές είναι πως το υπό ταυτοποίηση σήμα φωνής, και ειδικότερα τα χαρακτηριστικά που έχουν εξαχθεί από αυτό, μπορεί να γραφεί ως αραιός γραμμικός συνδυασμός ως προς ένα υπερπλήρη πίνακα, ο οποίος συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία με τον όρο λεξικό. Το λεξικό αυτό κατασκευάζεται κατάλληλα από τα διαθέσιμα δεδομένα εκπαίδευσης, ενώ η εύρεση των αραιών γραμμικών αναπαραστάσεων επιτυγχάνεται μέσω της επίλυσης ενός προβλήματος βελτιστοποίησης με βάση την lp-νόρμα (p = 1 ή 2). Τα βέλτιστα εκτιμώμενα αραιά βάρη των γραμμικών συνδυασμών, οι επονομαζόμενοι και αραιοί κώδικες, που προκύπτουν ως λύσεις του προβλήματος βελτιστοποίησης, χρησιμοποιούνται για την τελική ταυτοποίηση του ομιλητή μέσω ενός κανόνα ελάχιστου σφάλματος ανακατασκευής. Επεκτείνοντας την παραπάνω μέθοδο ταξινόμησης μέσω αραιής αναπαράστασης, εξετάζουμε την εφαρμογή μίας μεθόδου διακριτικής εκμάθησης λεξικού. Με την μέθοδο αυτή εκτιμάται από κοινού το λεξικό που περιέχει τα δεδομένα εκπαίδευσης μαζί με ένα κατάλληλο γραμμικό ταξινομητή. Το πλεονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι οδηγεί στην παραγωγή αραιών κωδίκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα. Κατά τη διάρκεια της πειραματικής αξιολόγησης της απόδοσης αυτής της μεθόδου, μέσω προσομοιώσεων, χρησιμοποιήθηκε μία σχετικά ολιγομελής βάση δεδομένων. Στα δεδομένα αυτά προστέθηκαν διάφορα είδη περιβαλλοντικού θορύβου για ένα ευρύ σύνολο τιμών σηματοθορυβικού λόγου. Οι εκτενείς συγκρίσεις που πραγματοποιήθηκαν τόσο με πιθανοτικά μοντέλα, τα οποία βασίζονται στην υπόθεση ότι τα χαρακτηριστικά της φωνής ακολουθούν γενικευμένη Gaussian κατανομή, όσο και με μερικές εκ των κορυφαίων μεθόδων ταξινόμησης, όπως μοντέλα μίξης Gaussian κατανομών και κοινής παραγοντικής ανάλυσης, ανέδειξαν την υπεροχή της προτεινόμενης μεθόδου αναφορικά με την επίτευξη υψηλότερων ποσοστών σωστής ταυτοποίησης σε περιβάλλοντα θορύβου σε συνδυασμό με τη χρήση περιορισμένης ποσότητας δεδομένων εκπαίδευσης και αξιολόγησης. Το δεύτερο μέρος της διατριβής μελετάει τη χρήση τεχνικών χαμηλής τάξης ως ένα εργαλείο για την εκτίμηση αξιόπιστων χαρακτηριστικών φωνής. Ειδικότερα, εφαρμόζεται μία τεχνική ανάκτησης πίνακα χαμηλής τάξης για την ανακατασκευή εκείνων των φασματικών περιοχών του σήματος φωνής, οι οποίες δεν είναι αξιόπιστες εξαιτίας της έντονης παρουσίας θορύβου. Ο διαχωρισμός αυτών των φασματικών περιοχών επιτυγχάνεται με τη βοήθεια μιας μάσκας αξιοπιστίας, η οποία διακρίνει τις περιοχές που χαρακτηρίζονται από παρουσία θορύβου σε σχέση με τις περιοχές στις οποίες επικρατεί η πληροφορία του σήματος φωνής. Η συμπλήρωση των κενών φασματικών περιοχών πραγματοποιείται βάσει της υπόθεσης ότι η λογαριθμική αναπαράσταση πλάτους ενός σήματος φωνής στο πεδίο χρόνου-συχνότητας μέσω του short-time μετασχηματισμού Fourier (STFT) είναι χαμηλής τάξης. Κατόπιν, ο Singular Value Thresholding (SVT) αλγόριθμος υιοθετείται για την συμπλήρωση των περιοχών της STFT αναπαράστασης που θεωρούνται ως μη αξιόπιστες. Η πειραματική αξιολόγηση της προτεινόμενης μεθόδου αναδεικνύει την ισχύ της στον υπολογισμό αξιόπιστων χαρακτηριστικών τα οποία οδηγούν σε αρκετά υψηλά ποσοστά σωστής ταυτοποίησης ομιλητή σε περιπτώσεις όπου τα επίπεδα θορύβου είναι υψηλά. Η σύγκριση με την ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδο της αραιής συμπλήρωσης, η οποία βασίζεται στην υπόθεση αραιής αναπαράστασης, φανερώνει την ανωτερότητα της προτεινόμενης μεθόδου αναφορικά με την επίτευξη ακριβούς ταυτοποίησης ομιλητή, για χαμηλά επίπεδα σηματοθορυβικού λόγου. Η παραπάνω μέθοδος δε λαμβάνει υπόψη την εκ των προτέρων γνώση που υπάρχει σχετικά με τα δεδομένα εκπαίδευσης που έχουμε στη διάθεσή μας, αποτελώντας ουσιαστικά μία μέθοδο χωρίς επίβλεψη. Έχοντας αυτή την παρατήρηση ως κίνητρο, προτείνεται μία επέκταση της μεθόδου συμπλήρωσης πίνακα η οποία εκμεταλλεύεται την εκ των προτέρων γνώση ότι ο πίνακας δεδομένων είναι χαμηλής τάξης, καθώς και τη γνώση ότι τα δεδομένα μπορούν να αναπαρασταθούν με αποτελεσματικό τρόπο ως προς ένα λεξικό. Ειδικότερα, προτείνουμε έναν αλγόριθμο από κοινού αναπαράστασης χαμηλότερης τάξης και συμπλήρωσης πίνακα (J-SVT). Ο J-SVT υπερέχει του κλασικού SVT στον υπολογισμό της αναπαράστασης χαμηλότερης τάξης ενός πίνακα δεδομένων ως προς ένα δοσμένο λεξικό χρησιμοποιώντας λίγες παρατηρήσεις από τον αρχικό πίνακα. Μέσω προσομοιώσεων παρατηρείται η βελτίωση του σφάλματος ανακατασκευής που επιτυγχάνει ο J-SVT σε αντίθεση με τον τυπικό SVT, για διάφορα πειραματικά σενάρια.