Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να αναδείξει βασικά χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι ομάδες των εκπαιδευτικών. Η ομάδα των εκπαιδευτικών θεωρείται ως ένα σύνολο ανθρώπων, και όχι απλή συνάθροιση, όταν χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες ιδιότητες, σύμφωνα με την προσέγγιση που προτείνει ο David Jaques (2004). Το έργο των εκπαιδευτικών μέσα στην ομάδα ερευνάται στο συγκεκριμένο πλαίσιο που αυτή λειτουργεί, δηλαδή με έμφαση στο σχολείο, όπου μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες αναπτύσσεται ο επαγγελματικά ο εκπαιδευτικός και βελτιώνεται το σχολείο. Πιο συγκεκριμένα υιοθετείται η θεώρηση της βελτίωσης του σχολείου που πραγματοποιείται από τους εκπαιδευτικούς, τη διεύθυνση και υποστηρικτικές δομές (σχολικοί ψυχολόγοι), με ανάδειξη θεμάτων προς επίλυση μέσω κατασκευής και εφαρμογής εργαλείων, τα αποτελέσματα των οποίων αξιοποιούνται από το ίδιο το σχολείο, σύμφωνα με τον τρόπο που προτείνει ο John MacBeath (MacBeath et al, 2004:8, MacBeath, 2012:4). Με βάση τα ζητούμενα από το ρόλο του εκπαιδευτικού σήμερα - καλείται να λύσει πολύπλοκα ζητήματα, που εξαρτώνται από το εκάστοτε πλαίσιο, προκύπτει η ανάγκη για επιμόρφωση που εδράζει στο σχολείο και η συνεργασία σε ομάδα, ως τον χώρο, όπου συντελείται η επαγγελματική ανάπτυξη. Βάσει αυτών, προκύπτουν συγκεκριμένα ερευνητικά σημεία εστίασης. Έμφαση δίνεται στη δομή της ομάδας και στον τρόπο με τον οποίο δρουν τα μέλη της. Πιο συγκεκριμένα, οι βασικοί στόχοι της έρευνας είναι να αναδειχθούν τα θετικά στοιχεία και τα εμπόδια από τη δράση των ομάδων αυτών, στοιχεία της δομής τους και ο τρόπος με τον οποίο η διεύθυνση του σχολείου και ο σχολικός ψυχολόγος μπορούν να συμβάλουν στο έργο αυτό. Πρόκειται για ομάδες που προκύπτουν μέσα στο σχολείο μετά από πρωτοβουλία του σχολείου, δηλαδή διεύθυνσης, εκπαιδευτικών και σχολικών ψυχολόγων, και δρουν εντός αυτού, ενταγμένες στην καθημερινή σχολική ζωή και τον αντίστοιχο προγραμματισμό. Στην έρευνα συμμετείχαν τέσσερις ομάδες εκπαιδευτικών Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου από σχολείο της Αττικής. Οι ομάδες των εκπαιδευτικών συνεργάστηκαν με το πανεπιστήμιο για τρία χρόνια στο πλαίσιο επιμορφωτικής διαδικασίας, με ταυτόχρονη διενέργεια της παρούσας έρευνας. Επιλέχθηκε η ποιοτική ερευνητική προσέγγιση, ως πιο κατάλληλη για να αποτυπώσει στοιχεία του έργου των εκπαιδευτικών σε ομάδες, δεδομένης της αντίστοιχης πολυπλοκότητας και λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου μέσα στο οποίο δρουν οι ομάδες εκπαιδευτικών. Αρχικά σκιαγραφήθηκε η κουλτούρα του σχολείου και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν οι ομάδες μέσα σε αυτό το σχολείο. Για τη διεξαγωγή της έρευνας τα δεδομένα ελήφθησαν μέσω ανοιχτού τύπου ερωτήσεων, ερωτηματολογίου, παρακολούθησης των συναντήσεων των ομάδων με τις αντίστοιχες σημειώσεις, εστιασμένων συζητήσεων και ηχογραφημένων συνεντεύξεων. Μετά την ανάλυση των δεδομένων, αναδείχθηκαν θετικά στοιχεία από το έργο των ομάδων, όπως στοιχεία έρευνας δράσης, εξωστρέφειας, καινοτομίας και αυτονομίας, είτε αυτό αφορούσε τα μέλη των ομάδων σε ατομικό επίπεδο, είτε ολόκληρες τις ομάδες. Σε σχέση με τις δυσκολίες που συνάντησαν οι εκπαιδευτικοί, τα αποτελέσματα που προέκυψαν με βάση την ανάλυση των δεδομένων, αφορούσαν σε εμπόδια σε σχέση με την καταγραφή της δράσης τους, την επεξεργασία δεδομένων, τα όρια της σχολικής δικαιοδοσίας, τη διαχείριση των γονέων των μαθητών και τη συνεργασία με συναδέλφους εντός σχολείου. Στοιχεία της δράσης του σχολικού ψυχολόγου, που συμμετείχε στις ομάδες εκπαιδευτικών, τα οποία συνετέλεσαν στο έργο των εκπαιδευτικών ήταν επισημάνσεις σε σχέση με τον επαναπροσδιορισμό των στόχων των μελών, συμβουλές σε σχέση με την παιδαγωγική προσέγγιση, συμβολή στην επεξεργασία δεδομένων και προστασία των δεδομένων των μαθητών και ευρύτερα του σχολείου. Σε ό,τι αφορά την διεύθυνση του σχολείου στοιχεία όπως η παροχή πληροφοριών στους εκπαιδευτικούς, η διευκόλυνσή τους σε σχέση με ζητήματα γραφειοκρατικά και ωρολογίου προγράμματος, η επικύρωση αποφάσεων των ομάδων και η οριοθέτησή τους σε σχέση με τη σχολική δικαιοδοσία ενδεχομένως λειτούργησαν βοηθητικά για το έργο των ομάδων. Τέλος εντοπίστηκαν θέματα δομής των ομάδων που σχετίζονται με το έργο τους. Το μοίρασμα της κουλτούρας πραγματοποιήθηκε από το κάθε άτομο-μέλος προς την ομάδα και εν συνεχεία προς τις υπόλοιπες ομάδες. Η δομή που εξυπηρέτησε τις ομάδες είχε να κάνει και με το θέμα που αυτές είχαν επιλέξει. Σε άλλες περιπτώσεις η ισότιμη συμμετοχή ευνόησε τη διακίνηση της πληροφορίας και τη λήψη αποφάσεων από τα μέλη των ομάδων και σε άλλη περίπτωση ο προκαθορισμένος ρόλος των μελών και η σαφής ιεραρχία ήταν κάτι που εντοπίστηκε ως βοηθητική για τα μέλη της. Συνολικά οι ομάδες λειτούργησαν με φορά από κάτω προς τα πάνω (bottom-up), είτε αυτό αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο συνέλεξαν δεδομένα και εφήρμοσαν τρόπους να διερευνήσουν το έργο τους, είτε αυτό αφορούσε ευρύτερα την παρουσία τους στο σχολείο.