Εισαγωγή: Οι νεοπλασίες γυναικολογικού τύπου, τόσο του μαστού όσο και των ωοθηκών αποτελούν τις συχνότερες νεοπλασματικές παθήσεις στις γυναίκες. Τα γονίδιαBRCA1 και BRCA2 ανακαλύφθηκαν περίπου πριν 20 χρόνια και από τότε έχει επιτελεσθεί μεγάλη πρόοδος στην πρόγνωση, διάγνωση αλλά και θεραπεία των γυναικολογικών νεοπλασιών. Το ενδιαφέρον, αλλά και ανησυχητικό, είναι ότι η επίπτωση των νεοπλασιών αυτών αυξάνει κάτι το οποίο μπορεί να αποδοθεί στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής, σε περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά και στην κληρονομικότητα. ταυτοχρόνως, παρόμοια εικόνα φαίνεται να υπάρχει και στα παιδιατρικά νεοπλάσματα, ό-που η βασικές αιτίες της παθογένεσης είναι άγνωστες. Μια συσχέτιση των μεταλλάξεων των μητέρων, που έχουν νοσήσει από γυναικολογικό νεόπλασμα με την εμφάνιση νεοπλάσματος στα παιδιά τους θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόγνωση των παιδιατρικών νεοπλασιών αλλά και στην πρόληψη και θεραπεία.Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί η επίπτωση των μεταλλάξεων στις μητέρες με παιδιά πάσχοντα από κάποια νεοπλασία καθώς και στα ίδια τα παιδιά. Για το σκοπό αυτό μελετήθηκαν οι μεταλλάξεις σε γνωστά γονίδια, που έχουν ήδη ενοχοποιηθεί για το ρόλο τους στην καρκινογένεση, όπως είναι το γονίδιο BRCA,τα γονίδια της οικογένειας RAS, το TP53 αλλά και το γονίδιο FLT3, που είναι γνωστό για το ρόλο του στην παιδική λευχαιμία. Επίσης, η μελέτη αυτή αποσκοπούσε στην πιθανή ή μη, ταυτοποίηση ενός κληρονομικού επιβαρυντικού μηχανισμού, ενός μηχανισμού δηλαδή, ο οποίος θα μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο εμφάνισης νεοπλασίας σε ένα παιδί με βάση το γονιδιακό προφίλ της μητέρας του. Τέτοια εργαλεία μπορούν να αποβούν πολύ χρήσιμα στην πρόγνωση αλλά και θεραπεία των παιδικών νεοπλασιών μιας και η πιθανή ύπαρξή τους θα μπορούσε να βοηθήσει στη διάγνωση και αντιμετώπιση σε πρώιμα στάδια, πριν την κλινική παρουσίαση στους παιδιατρικούς ασθενείς. Η παρούσα μελέτη είχε προκαταρκτικό χαρακτήρα και είχε ως στόχο να δώσει περισσότερα στοιχεία στη συσχέτιση μεταξύ των γυναικολογικών νεοπλασιών στις μητέρες και των νεοπλασιών στα παιδιά.Υλικό και μέθοδοι: Μητέρες των οποίων τα παιδιά είχαν νοσήσει από νεοπλασία αλλά καθώς και μέρος αυτών είχε επίσης νοσήσει από κάποια νεοπλασία ή υπήρχε ιστορικό νεοπλασίας στο οικογενειακό δέντρο εξετάστηκαν για μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA,τα γονίδια της οικογένειας RAS, το TP53 αλλά και το γονίδιο FLT3 (μόνο για τους παιδιατρικούς ασθενείς), που είναι γνωστό για το ρόλο του στην παιδική λευχαιμία. Χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης, πολύ-παραμετρικής αντίδρασης πολυμεράσης, αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης πραγματικού χρόνου και αλληλουχοποίηση νουκλεοτιδίων. Ακολούθησε βιοπληροφορική ανάλυση των παραγόμενων αποτελεσμάτων καθώς και διερεύνηση της τριτοταγούς δομής της πρωτεΐ-νης BRCA1 και της επίδρασης των μεταλλάξεων σε αυτή αναφορικά με τη σύζευξή της με την πρωτεΐνη BARD1, που συμμετέχει στη σηματοδοτική οδό επιδιόρθωσης τουDNA.Αποτελέσματα: Οι μεταλλάξεις για το γονίδιο BRCA1 στις μητέρες, ανιχνευτήκαν σε ποσοστό 17% και 11% αντίστοιχα για τα εξόνια 2 και 20 με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης. Το γονίδιο KRAS παρουσίασε μεταλλάξεις 8% και 10% για τα εξόνια 1 και 2 αντιστοίχως με τη μέθοδο της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης. Οι μεταλλάξεις του γονιδίου P53, είχαν επίπτωση 10% επίσης με την ίδια μέθοδο. Η επαλήθευση των μεταλλάξεων με αλληλουχοποίηση νουκλεοτιδίων έδειξε ποσοστά κατά το ήμισυ για τα γονίδια BRCA1 και KRAS ενώ δεν κατέστει δυνατό να ανευρεθούν μεταλλάξεις για το γονίδιο BRCA2. Τα ποσοστά αυτά βρίσκονται πλησίον των διεθνών αναφορών για τις υπό μελέτη μεταλλάξεις τόσο στον Ελληνικό πληθυσμό όσο και σε άλλες εθνικές ομάδες. Οι μεταλλάξεις των μητέρων σε σχέση με αυτές των παιδιών έ-δειξαν αρνητική συσχέτιση και φάνηκε ότι δεν υπάρχει θετική σχέση μεταξύ τους. Η έκφραση των γονιδίων BRCA1 και KRAS έδειξε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν υποεκφραζόμενα σε συνάφεια με άλλες μελέτες για υποέκφραση των γονιδίων αυτών σε νεοπλασίες γυναικολογικού τύπου όσο και στις παιδιατρικές νεοπλασίες. Τέλος οι μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA1 επηρεάζουν τη δράση της πρωτεΐνης ως προς την πρόσδεσή της με την πρωτεΐνη BARD1, που είναι σημαντικό μόριο για την επιδιόρθωση του DNA. Συμπεράσματα: Εν γένει, η παρουσία μεταλλάξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση γυναικολογικού νεοπλάσματος, αλλά πιθανότατα σοβαρός επιβαρυντικός παράγων. Η μη ύπαρξη συσχέτισης των μεταλλάξεων μεταξύ μητέρων και παιδιών δείχνει ότι ενδεχομένως να μην υπάρχει μηχανισμός κληρονομικότητας για την παιδιατρική νεοπλασία αλλά μόνο για τις νεοπλασίες γυναικολογικού τύπου, όπως έχει αναφερθεί σε πολλαπλές μελέτες. Το τελικό δείγμα μητέρων που είχαν νοσήσει και ταυτοχρόνως είχαν παιδιά με κάποιο άλλο νεόπλασμα ήταν μικρός. Ο λόγος ήταν ότι δεν είναι πολύ εύκολο να ανευρεθεί μεγάλη ομάδα-στόχος μιας και ο επιπολασμός των γυναικολογικών νεοπλασιών φθάνει στο μέγιστό του μετά την ηλικία των 60, όπου τα παιδιά έχουν περάσει στην ενηλικίωση. Ως εκ τούτου, οι μητέρες που προσέρχονταν λόγω νεοπλασίας του παιδιού τους ήταν λίγες. Επειδή έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από κλινικής άποψης όσο και βιολογικής, μελλοντικές μελέτες θα μπορούσαν να αυξήσουν το δείγμα και να γίνει μια κεντρική μελέτη για το φαινόμενο αυτό.