Η παρούσα διατριβή στοχεύει στην εξέταση των αφηγήσεων χωρικής ανάπτυξης που εισάγει η λειτουργία των εναλλακτικών οικονομικών εγχειρημάτων υπό το πρίσμα των προσεγγίσεων της αποανάπτυξης και της μετα-ανάπτυξης, διαμέσου της εστίασης στα Εναλλακτικά Αγροτροφικά Δίκτυα (ΕΑΤΔ). Στο πρώτο μέρος διεξάγεται η επισκόπηση της βιβλιογραφίας της αποανάπτυξης και της μετα-ανάπτυξης, με έμφαση στη διαφοροποίησή τους από άλλες προσεγγίσεις που έχουν εμφανιστεί στο πλαίσιο της αναπτυξιακής σκέψης και προσεγγίζονται τα ΕΑΤΔ ως μια ιδιαίτερη κατηγορία των εναλλακτικών οικονομικών εγχειρημάτων. Η έννοια της ανάπτυξης έχει διευρυνθεί από πολλές σύγχρονες προσεγγίσεις ώστε να περιλαμβάνει πέρα από το στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης και στόχους όπως η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, η ενίσχυση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Ωστόσο, στο πλαίσιο της αποανάπτυξης και της μετα-ανάπτυξης αμφισβητείται τόσο η συνεχιζόμενη επιδίωξη της μεγέθυνσης όσο και η βασισμένη στην έννοια της ανάπτυξης επιβολή του δυτικού πολιτισμικού μοντέλου. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις προκρίνουν έναν πολύπλευρο κοινωνικό μετασχηματισμό βασιζόμενο στην επαναδιαπραγμάτευση των πολιτισμικών συνηθειών, των θεσμών, καθώς και των επιστημολογικών και οντολογικών θεωρήσεων, αν και ενίοτε δίνουν διαφορετική έμφαση ή προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο τις πτυχές του προαναφερόμενου μετασχηματισμού. Ως συλλογικά υποκείμενα του μετασχηματισμού διερευνούν τις από τα κάτω οργανώσεις και τα κοινωνικά κινήματα. Εντούτοις, τα εναλλακτικά οικονομικά εγχειρήματα, που αποτελούν ένα είδος των από τα κάτω οργανώσεων, περιορίζονται ως προς τη συμβολή τους σε έναν κοινωνικό μετασχηματισμό από τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας και την επιταγή της υλικής επιτυχίας. Σημαντικό ρόλο στη διαπραγμάτευση των περιορισμών τους διαδραματίζει το ζήτημα της χωρικής κλίμακας και της μεταξύ τους δικτύωσης. Με βάση το παραπάνω θεωρητικό πλαίσιο εστιάζουμε στην εξέταση των ΕΑΤΔ που δραστηριοποιούνται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τα ΕΑΤΔ παρουσιάζουν έντονη χωρική εξάρτηση που καθιστά άμεσα ορατές τις συνδέσεις τους με τη χωρική ανάπτυξη και αποτελούν μια από τις πιο διαδεδομένες κατηγορίες εναλλακτικών οικονομικών εγχειρημάτων στην Ελλάδα. Για τη διερεύνηση των δεκατριών ΕΑΤΔ της περιοχής πραγματοποιείται γενική επισκόπηση του πεδίου μέσω ημι-δομημένων συνεντεύξεων με συμμετέχοντες/ουσες στα εγχειρήματα. Επιπλέον, αναλύεται σε βάθος ένα κεντρικό για το πεδίο εγχείρημα μέσω ημι-δομημένων συνεντεύξεων με άτομα που συμμετέχουν ή αλληλοεπιδρούν με αυτό, ερωτηματολογίων και εννεάμηνης συμμετοχικής παρατήρησης. Αρχικά, τα ΕΑΤΔ εξετάζονται ως προς τα χαρακτηριστικά των ομάδων που αλληλοεπιδρούν εντός τους και ως προς τα κίνητρα, αντικίνητρα και τις βασικές διαδικασίες αυτής της αλληλεπίδρασης. Έπειτα, εξετάζονται ως προς τις σχετικές με την ύπαρξη θεωρήσεις εντός τους, ως προς τον τρόπο που διαπραγματεύονται τα διαφορετικά είδη γνώσεων, και ως προς τις αντιλήψεις, στάσεις, πρακτικές και διαδικασίες σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικολογία, τη δημοκρατία και αυτονομία, τις οικονομικές αναπαραστάσεις του homo economicus, τη μεγέθυνση και την ανάπτυξη, το πολιτικό υποκείμενο του μετασχηματισμού και το ρόλο του κράτους στο μετασχηματισμο. Επιπλέον, διερευνάται το θέμα των περιορισμών, ιδιαίτερα των υλικών, που αντιμετωπίζουν, η χωρική κλίμακα δραστηριοποίησής τους και η μεταξύ τους δικτύωση. Στο δεύτερο μέρος βλέπουμε ότι εντός των ΕΑΤΔ αλληλοεπιδρούν κυρίως καταναλωτές/λώτριες και μέλη προερχόμενα από τη χαμηλή και μεσαία εισοδηματική τάξη που φαίνεται να έχουν υψηλό σε σχέση με το μέσο όρο μορφωτικό επίπεδο, με παραγωγούς που υιοθετούν παρόμοιες μορφές οργάνωσης με τα ίδια τα ΕΑΤΔ και δίνουν έμφαση στην ποιότητα της τροφής. Η έννοια της ποιότητας κατέχει κεντρικό ρόλο σε αυτήν την αλληλεπίδραση, κατά την οποία εισάγονται νέες αφηγήσεις χωρικής ανάπτυξης, ανάλογες με αυτές των προσεγγίσεων της αποανάπτυξης και της μετα-ανάπτυξης. Διαμέσου της λειτουργίας των ΕΑΤΔ, συντελείται μια επαναδιαπραγμάτευση των πολιτισμικών συνηθειών, των επιστημολογικών θεωρήσεων και του θεσμού της αγοράς σε σημαντικό βαθμό. Ταυτόχρονα, συντελείται μια μερική επαναδιαπραγμάτευση των οντολογικών θεωρήσεων και σε αρκετά περιορισμένο βαθμό μια επαναδιαπραγμάτευση των κρατικών θεσμών. Τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα μέσω της χωροθέτησης μεγάλου τμήματος των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων των ΕΑΤΔ στην τοπική κλίμακα, σε αναλογία με την επανατοπικοποίηση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων που διατρέχει την αποανάπτυξη και τη μετα-ανάπτυξη. Με αυτόν τον τρόπο, εντός των ΕΑΤΔ συντελείται μια διαδικασία ανακλιμάκωσης, κατά την οποία αναδιαρθρώνονται οι σχέσεις μεταξύ των κλιμάκων στον αγροδιατροφικό τομέα και σε ορισμένες περιπτώσεις επανανοηματοδοτούνται οι σχετιζόμενοι με την κλίμακα χωρικοί προσδιορισμοί. Ο τρόπος όμως που λειτουργούν τα ΕΑΤΔ έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν ένα σύνολο περιορισμών ως προς τη μετασχηματιστική τους δυναμική, τους οποίους έχει αγνοήσει σε σημαντικό βαθμό η βιβλιογραφία της αποανάπτυξης και της μετα-ανάπτυξης. Οι περιορισμοί που σχετίζονται με την επιταγή της υλικής επιτυχίας θέτουν τα περισσότερα όρια στη λειτουργία και εξάπλωση των ΕΑΤΔ που δραστηριοποιούνται εντός της καπιταλιστικής αγοράς. Τα ΕΑΤΔ αυτά αποτελούν την πλειοψηφία του πεδίου. Μάλιστα, η επισφαλής οικονομική κατάσταση αρκετών εκ των εξεταζόμενων ΕΑΤΔ εντείνει αυτούς τους περιορισμούς. Διαμέσου της ανάπτυξης των συνεργειών μεταξύ των εναλλακτικών οικονομικών εγχειρημάτων και εν γένει της δικτύωσής τους θα ήταν δυνατό τα ΕΑΤΔ να διαπραγματευτούν αποτελεσματικότερα πολλούς από τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν, ακόμη και να υπερβούν ορισμένους εξ’ αυτών. Ωστόσο, ο βαθμός δικτύωσής τους είναι ακόμη αρκετά περιορισμένος και είναι αρκετά σύνηθες το φαινόμενο της παύσης λειτουργίας των δικτυώσεων που συγκροτούν έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα. Δεδομένων των παραπάνω, η συμβολή των ΕΑΤΔ στην εισαγωγή νέων αφηγήσεων χωρικής ανάπτυξης είναι ακόμη περιορισμένη, μιας και είναι μικρό τόσο το μέγεθός τους, όσο και ο βαθμός εξάπλωσης και διασύνδεσής τους. Προκειμένου να διευρυνθεί η συμβολή τους, καθοριστικής σημασίας κρίνεται η ανάπτυξη των μεταξύ τους συνεργειών με έμφαση στους τομείς της προώθησης (ιδιαίτερα μέσω της διάχυσης της σχετικής με την τροφή γνώσης εκτός του δικτύου τους), της χρηματοδότησης, της διανομής των προϊόντων, του ποιοτικού ελέγχου και της διαχείρισης συγκρούσεων. Βέβαια, ακόμη και στο ενδεχόμενο εξάπλωσής τους, η εισαγωγή των αφηγήσεων αυτών στις αναπτυξιακές πολιτικές ενδέχεται να επιφέρει το μετασχηματισμό τους με τρόπο που δεν είναι γνωστός εκ των προτέρων. Δηλαδή, η θεσμοποίηση των επαναδιαπραγματεύσεων που συντελούνται εντός τους ενδέχεται να αποκλίνει από τις αφηγήσεις που συγκροτούν, όπως αυτές περιγράφονται στην παρούσα έρευνα.