Στόχος της παρούσας εργασίας αποτελεί η διερεύνηση της αντίστασης του θεραπευόμενου στην ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με τη σχέση προσκόλλησης με τον θεραπευτή. Οι δύο αυτές βασικές μεταβλητές συνεξετάζονται με μια σειρά από επιμέρους ενδοπροσωπικές (π.χ. αντιδραστικότητα, μεταβίβαση), καθώς και διαπροσωπικές (π.χ. θεραπευτική συμμαχία) παραμέτρους, την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών της θεραπείας. Μία από τις βασικές υποθέσεις της μελέτης είναι ότι η αντίσταση του θεραπευόμενου συσχετίζεται με ανασφαλείς τύπους σχέσης προσκόλλησης με τον θεραπευτή, και αντίθετα ότι η ασφαλής θεραπευτική σχέση συνδέεται με μειωμένα επίπεδα αντίστασης. Ένα επιπλέον ερευνητικό ερώτημα αφορά κατά πόσον οι δύο βασικές μεταβλητές της μελέτης, καθώς και η μεταξύ τους σχέση, μεταβάλλονται την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών της θεραπείας, συγκριτικά με ένα χρονικό σημείο σταθερών συνεδριών, και παράλληλα, από ποιους παράγοντες επηρεάζεται αυτή η μεταβολή. Η μελέτη βασίστηκε σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις με ανώνυμα ερωτηματολόγια, σε δείγμα 46 θεραπευόμενων σε ψυχαναλυτική/ψυχοδυναμική, συστημική, ανθρωπιστική-πελατοκεντρική και γνωσιακή θεραπεία, με ελάχιστο διάστημα θεραπείας τις 8-12 συνεδρίες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η αντίσταση συσχετίζεται θετικά με ανασφαλείς τύπους σχέσης προσκόλλησης με τον θεραπευτή και αρνητικά με τον ασφαλή τύπο θεραπευτικής σχέσης. Εντούτοις, οι συσχετίσεις αυτές μεταβάλλονται την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών της θεραπείας. Από την ανάλυση παλινδρόμησης διαπιστώθηκε, επίσης, ότι οι θεραπευόμενοι με διαφορετικό τύπο σχέσης προσκόλλησης αντιδρούν διαφορετικά την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών της θεραπείας, εκφράζοντας διαφορετικούς τύπους αντίστασης. Οι διαφορές αυτές επηρεάζονται από μια σειρά από επιμέρους παραμέτρους (π.χ. προηγούμενος χρόνος θεραπείας, αρνητική μεταβίβαση, θεραπευτική προσέγγιση, θεραπευτικό πλαίσιο, θεραπευτική συμμαχία), εύρημα που καταδεικνύει την πολυπαραγοντικότητα του φαινομένου της αντίστασης στην ψυχοθεραπεία. Τα αποτελέσματα της μελέτης προβάλλουν την ανάγκη πολυμερούς τρόπου κατανόησης και ερμηνείας των αντιστάσεων, ενώ παράλληλα παρέχουν εμπειρική τεκμηρίωση για το ρόλο της ασφάλειας και της απώλειας στη θεραπευτική σχέση. Συζητώνται οι μεθοδολογικοί περιορισμοί της παρούσας μελέτης και προτείνονται περαιτέρω πεδία για τη συνέχιση της σχετικής έρευνας.