Η διασπορά της νεοπλασματικής νόσου είναι η πρώτη αιτία θανάτου μεταξύ των ασθενών με βρογχογενή καρκίνο. Δεδομένα που προκύπτουν από πρόσφατες μελέτες, υποδεικνύουν ότι ακόμη και σε αρχικά στάδια εξέλιξης της νόσου, τα καρκινικά κύτταρα διασπείρονται και προκαλούν σε μεταγενέστερη φάση την εξέλιξη της νόσου. Τα καρκινικά κύτταρα, που απελευθερώνονται από την πρωτοπαθή εστία στην κυκλοφορία του αίματος, καλούνται κυκλοφορούντα καρκινικά κύτταρα (CTC-circulating tumor cells). Αυτά τα κύτταρα, έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν αιματογενώς και να εγκατασταθούν σε νέες θέσεις, δημιουργώντας εστίες μετάστασης, χωρίς να μπορούν να ανιχνευθούν από τις συμβατικές απεικονιστικές μεθόδους. Η ανίχνευση των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων στο περιφερικό αίμα ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα, αποτελεί ένα υποσχόμενο εργαλείο για την ανίχνευση υπολειπόμενης νόσου. Η χρήση τους θα δώσει επικουρικές πληροφορίες ως προς τον κίνδυνο να παρουσιάσει κάποιος ασθενής μεταστατική νόσο, ή να υποτροπιάσει μετά από τη θεραπεία. Επίσης, έχει εφαρμογή στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία, τόσο για να ελεγχθεί η επιτυχία της όσο και για να τερματιστεί σε περίπτωση αναποτελεσματικότητας, ώστε να περιοριστούν περαιτέρω παρενέργειες, να μην χαθεί χρόνος και να μειωθούν τα περιττά κόστη. Η έγκαιρη διάγνωση, η ακριβής σταδιοποίηση και η κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση, αποτελούν τις προϋποθέσεις για καλή πρόγνωση της νόσου. Η χρήση των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων ως προγνωστικό ή διαγνωστικό δείκτη, θα βοηθήσει στη λήψη αποφάσεων, που θα επιμηκύνουν το προσδόκιμο ζωής των ασθενών. Δυστυχώς, τα πρωτόκολλα που εφαρμόζονται διεθνώς από τους ογκολόγους, δεν περιλαμβάνουν τη χρήση των CTC στην κλινική ρουτίνα, κυρίως γιατί δεν υπάρχουν τυποποιημένα, αξιόπιστα πρωτόκολλα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η ανάπτυξη μίας τεχνικής μη επεμβατικής, εύκολης, γρήγορης κι ευαίσθητης, για την ανίχνευση των CTC στο περιφερικό αίμα ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα, που δεν θα χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του καρκίνου, αλλά για τη βελτίωση της κλινικής σταδιοποίησής τους. Η τεχνική της πολλαπλής αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (Multiplex PCR), πλεονεκτεί έναντι της κλασσικής PCR, αφού πολλαπλασιάζονται ταυτόχρονα περισσότερα από ένα τμήματα γονιδίων, με την χρήση περισσότερων ζευγών εκκινητών, στην ίδια αντίδραση. Τα γονίδια-δείκτες που μελετήθηκαν είναι το πεπτίδιο που ομοιάζει με την παραθορμόνη (PTHrP), η κυτοκερατίνη 19 (CK19), η ειδική για τον πνεύμονα πρωτεΐνη Χ (LUNX) και το προπεπτίδιο της γαστρίνης (preproGRP). Ως εσωτερικός μάρτυρας του πειράματος χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης γλυκεραλδεΰδη-3-φωσφωρική δεϋδρογονάση GAPDH. Η μέθοδος εφαρμόστηκε σε κυτταρικές σειρές για να καθοριστεί η ευαισθησία της και σε υγιή άτομα για να ελεγχθεί η ειδικότητά της. Όπως προέκυψε μετά από την στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων, η επιλογή να πολλαπλασιάσουμε περισσότερους από έναν, μοριακούς δείκτες, αύξησε την ευαισθησία ανίχνευσης των CTC, ενώ οι πληροφορίες δεν αφορούσαν μόνο στην παρουσία μικρομεταστατικής νόσου, αλλά και στην πιθανή θέση ανάπτυξης των μεταστάσεων. Η παραπάνω τεχνική, συμπληρώνει και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά, τις παραδοσιακές απεικονιστικές και διαγνωστικές μεθόδους.