Στην παρούσα διδακτορική διατριβή αρχικά πραγματοποιήθηκε ανάπτυξη μεθόδου υγρής χρωματογραφίας σε συνδυασμό με φασματομετρία μαζών σε σειρά (LC-MS/ΜS) για τον ταυτόχρονο προσδιορισμό 84 ενώσεων που ανήκουν στις ομάδες των οπιούχων, αμφεταμινών, αλκαλοειδών της κόκας, κανναβινοειδών, αντικαταθλιπτικών, αντιψυχωσικών, βενζοδιαζεπινών, βαρβιτουρικών, υπνωτικών, αντιεπιληπτικών αλλά και νέων ναρκωτικών. Έπειτα, αναπτύχθηκε μέθοδος προκατεργασίας ανθρώπινων οστών και αναλύθηκαν (νωπά και μετά από ένα χρόνο ταφής) μεταθανάτια δείγματα χρόνιων χρηστών ναρκωτικών ουσιών. Τελικά, ανιχνεύθηκαν οπιούχα, αλκαλοειδή της κόκας, βενζοδιαζεπίνες, αντιψυχωσικά και αντικαταθλιπτικά κάτι που σημαίνει ότι όχι μόνο είναι εφικτή η ανίχνευση ουσιών διαφορετικών κατηγοριών στα ανθρώπινα οστά, αλλά επιπλέον ότι ανιχνεύονται μέχρι και ένα χρόνο μετά τον θάνατο. Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε μέθοδος προκατεργασίας ολικού μεταθανάτιου αίματος και αναλύθηκαν δείγματα χρόνιων χρηστών ναρκωτικών ουσιών. Ποσοτικοποιήθηκαν τριάντα διαφορετικές ουσίες, κυρίως οπιούχα και βενζοδιαζεπίνες, ενώ παρατηρήθηκε ταυτόχρονη λήψη οπιούχων και φαρμάκων, αναμενόμενο με βάση το ιστορικό των περιστατικών χρήσης ηρωίνης. Επόμενο βήμα ήταν η ανάπτυξη μεθόδου προκατεργασίας ιστοτεμαχίων ανθρώπινου ήπατος και αναλύθηκαν δείγματα των ίδιων περιστατικών με αυτά του αίματος. Παρατηρήθηκε ότι το 67% των ουσιών βρέθηκε και στα δύο υποστρώματα, ενώ ορισμένες ουσίες ήταν παρούσες μόνο στο ήπαρ. Δεν ανιχνεύθηκε σε κανένα δείγμα η 6-μονο-ακέτυλο-μορφίνη, αν και βρέθηκαν άλλες ουσίες όπως η μορφίνη, η κωδεΐνη κ.α. που υποδηλώνουν χρήση ηρωίνης. Τελευταίος στόχος ήταν η μελέτη της σταθερότητας ουσιών σε μονιμοποιημένους ιστούς ήπατος. Αναλύθηκε νωπός ιστός και εν συνεχεία έπειτα από ένα, τρείς, έξι και δώδεκα μήνες μονιμοποίησης. Παράλληλα, αναπτύχθηκε πρωτόκολλο προκατεργασίας της φορμόλης προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο διάχυσης των ουσιών στο διάλυμα αυτό. Από την μελέτη των αποτελεσμάτων ήπατος-φορμόλης παρατηρήθηκε πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευθεί κάποιο οπιούχο σε μονιμοποιημένο ιστό ήπατος, παρά μόνο η παπαβερίνη, η οποία ανιχνεύθηκε μέχρι και ένα χρόνο μετά τη μονιμοποίηση. Αντιθέτως, η λήψη μεθαδόνης μπορεί να επιβεβαιωθεί μέχρι και ένα χρόνο μετά. Οι βενζοδιαζεπίνες αποδείχθηκαν ιδιαίτερα σταθερές, διότι κατά κύριο λόγο δύναται να είναι ανιχνεύσιμες μέχρι και για δώδεκα μήνες. Τελικά, συμπεραίνεται ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μονιμοποιημένοι ιστοί ήπατος ως βιολογικά υλικά για τοξικολογική εξέταση, διότι μέχρι και για ένα χρόνο μπορεί να ανιχνευθεί ένας μεγάλος αριθμός ουσιών. Κατά την ανάπτυξη των παραπάνω μεθόδων (οστό-αίμα-ήπαρ-φορμόλη) δοκιμάστηκαν διαφορετικά πρωτόκολλα προκατεργασίας, επιλέχθηκε το αποδοτικότερο και με αυτό αναλύθηκαν όλα τα δείγματα της διατριβής. Εφαρμόσθηκε μια σύγχρονη τεχνική εκχύλισης και καθαρισμού (QuEChERS) στην προκατεργασία του αίματος και του ήπατος, γεγονός που αποτελεί καινοτομία, διότι βιβλιογραφικά δεν έχει υπάρξει αναφορά χρήσης πρωτοκόλλου QuEChERS για τέτοιο μεγάλο αριθμό ουσιών. Επίσης, οι αναπτυχθείσες μέθοδοι αναφορικά με τα οστά, το αίμα, το ήπαρ και τη φορμόλη επικυρώθηκαν με αξιολόγηση των ακολούθων αναλυτικών παραμέτρων: ακρίβεια, επαναληψιμότητα, γραμμικότητα, επίδραση υποστρώματος και ανάκτηση, ενώ προσδιορίστηκαν η σταθερότητα, η εκλεκτικότητα, η ευαισθησία καθώς επίσης και τα όρια ανίχνευσης (LOD) και ποσοτικοποίησης (LOQ).