Σκοπός της παρούσης διατριβής ήταν η αναλυτική καταγραφή της υφισταμένης ζωοτεχνικής και οικονομικής διαχείρισης που εφαρμόζεται στις πτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις κρεοπαραγωγικής κατεύθυνσης στην Περιφέρεια Ηπείρου. Η αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης έγινε μέσω (α) της διερεύνησης των σημαντικότερων ζωοτεχνικών και οικονομικών χαρακτηριστικών της εκτροφής ορνιθίων κρεοπαραγωγής που επιδρούν στην οικονομικότητα και παραγωγικότητα του κλάδου (β) της διαμόρφωσης μίας τυπολογίας που αφορά στο δομικό χαρακτηρισμό του παραγωγικού συστήματος και (γ) του προσδιορισμού της τεχνικής αποτελεσματικότητας (ΤΕ) και της αποτελεσματικότητας κλίμακας (SE) των εκμεταλλεύσεων ορνιθίων κρεοπαραγωγής. Η καταγραφή των μεταβλητών έγινε με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από ένα στρωματοποιημένο τυχαίο δείγμα, κατά Neyman, 110 πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Η στρωμάτωση έγινε σε επίπεδο Περιφερειακής Ενότητας (Π.Ε.), ανά τάξη μεγέθους και μέσω του καναλιού διάθεσης των σφαγιασθέντων ορνιθίων. Τα πρωτογενή δεδομένα συγκεντρώθηκαν μέσω ερωτηματολογίων καταγραφής των κυριότερων χαρακτηριστικών κάθε εκμετάλλευσης που αφορούσαν (α) στις εφαρμοζόμενες διαχειριστικές πρακτικές, (β) τα οικονομικά στοιχεία και (γ) το προσωπικό προφίλ του ιδιοκτήτη κάθε εκμετάλλευσης. Οι μέθοδοι στατιστικής ανάλυσης που εφαρμόστηκαν για την επεξεργασία των δεδομένων περιλάμβαναν μία σειρά σταδίων προοδευτικής εξέλιξης. Η ανάλυση οικονομικότητας ανέδειξε ότι το μέσο ετήσιο κόστος διατροφής ανέρχεται σε ποσοστό 71,05% επί του συνόλου του μεταβλητού κεφαλαίου ή στο 62,29% επί των συνολικών δαπανών. Επίσης, τα οικονομικά αποτελέσματα της μέσης εκμετάλλευσης υποδεικνύουν ότι υπάρχει χαμηλή αποδοτικότητα κεφαλαίου (18,98%) και το καθαρό κέρδος αντιστοιχεί σε οικονομική ζημία και ανέρχεται σε -16.678,36 €. Τεχνικοί δείκτες όπως ο συντελεστής μετατρεψιμότητας της τροφής, η μέση θνησιμότητα, η μέση διάρκεια πάχυνσης και το μέσο βάρος σφαγής αποτιμούνται ως ικανοποιητικοί, ενώ η μεταβλητή ετήσιες τοποθετήσεις ως υπο-χρησιμοποιούμενη. Τέλος, η ανάλυση παραγωγικότητας αποτίμησε ως νεκρό σημείο τα 1,17 ευρώ ανά κιλό ζώντος βάρους ορνιθίου. Από την ιεραρχική ανάλυση συστάδων εντοπίστηκαν τέσσερις ομάδες διαφορετικών τύπων εκμεταλλεύσεων. Πρώτον, προσδιορίστηκε μια ομάδα με μεσαίου μεγέθους εκτροφές που παρουσιάζει καλά παραγωγικά χαρακτηριστικά και μικρές σχετικά επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο που περιορίζουν τις φιλοδοξίες για επίτευξη καλύτερης κερδοφορίας. Δεύτερον, αναδείχθηκε μία μη βιώσιμη και σχετικά ανταποδοτική ομάδα μικρών εκμεταλλεύσεων με ελάχιστες επενδύσεις πάνω στην εργασία τους. Η τρίτη ομάδα που αφορούσε σε πολύ μεγάλου μεγέθους σύγχρονες εκμεταλλεύσεις παρουσίαζε τη χαμηλότερη αποδοτικότητα του υψηλού επενδεδυμένου κεφαλαίου που σχετιζόταν με την πολύ κακή επίδοση στο συντελεστή μετατρεψιμότητας τροφής. Τέλος, η ομάδα των μεγάλων και εκσυγχρονισμένων εκμεταλλεύσεων απέχει ελάχιστα από την επίτευξη κερδοφορίας στην περίπτωση που θα εκμεταλλευτεί καλύτερα τον ετήσιο παραγωγικό της κύκλο. Η πρώτη ανάλυση DEA ανέδειξε τον FCRκαι το «μέσο επενδυθέν κεφάλαιο» ως τις καθοριστικές μεταβλητές ταξινόμησης των εκμεταλλεύσεων σε αποτελεσματικές ή μη αποτελεσματικές. Από τη δεύτερη ανάλυση DEA προέκυψε ότι η συνολική κατανάλωση τροφής βελτίωσε τον FCR των αποτελεσματικών εκμεταλλεύσεων, δίχως να παρουσιάζουν παράλληλα υψηλότερο μέσο επενδυθέν κεφάλαιο σε σχέση με τις μη αποτελεσματικές εκμεταλλεύσεις. Συνοψίζοντας, το παραγωγικό σύστημα της εκτροφής κρεοπαραγωγών ορνιθίων στην Ήπειρο είναι εντατικό και αρκούντως αποτελεσματικό ειδικά στις μεγάλου μεγέθους εκμεταλλεύσεις που έχουν κάνει σοβαρές επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο και εφαρμόζουν επιτυχημένη διαχείριση της εκτροφής τους. Γενικότερα όμως ο κλάδος της κρεοπαραγωγού πτηνοτροφίας στην Ήπειρο έχει περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης τόσο της παραγωγικότητας, όσο και της κερδοφορίας του.