Στη μελέτη εντάχθηκαν 72 ενήλικες ασθενείς (ηλικίας 47,6 ± 10,6 ετών, 68,1% άνδρες) με ανεπίπλεκτη, ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση (ΑΥ) και μέση τιμή συστολικής ΑΠ (ΣΑΠ) 140-180 mmHg ή/και μέση τιμή διαστολικής ΑΠ (ΔΑΠ) 90-110 mmHg, που εξετάσθηκαν στη Β' Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στο Γενικό Νοσοκομείο «Ιπποκράτειο», καθώς και 20 υγιείς ενήλικες (ηλικίας 40,0 ± 8,9 ετών, 65,0% άνδρες) με ΣΑΠ < 140 mmHg και ΔΑΠ < 90 mmHg. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λαμβάνουν μια φορά ημερησίως κιναπρίλη 20 mg (n = 20) ή αλισκιρένη 150 mg (n = 18) ή ατενολόλη 50 mg (n = 17) ή νεμπιβολόλη 5 mg (n = 17). Η περιφερική και η κεντρική ΑΠ, καθώς και οι δείκτες της αορτικής σκληρίας, προσδιορίστηκαν κατά την έναρξη της μελέτης και μετά από 2 (2η επίσκεψη) και 12 (3η επίσκεψη) εβδομάδες λήψης της φαρμακευτικής αγωγής, ενώ στην ομάδα ελέγχου σε μία, μοναδική, επίσκεψη. Η δοσολογία του χορηγούμενου φαρμάκου μπορούσε να τροποποιηθεί κατά τη 2η επίσκεψη, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ρύθμισης της περιφερικής ΑΠ σε φυσιολογικά όρια (< 140/90 mmHg). Η κεντρική ΑΠ και οι δείκτες της αορτικής σκληρίας προσδιορίζονταν με την τεχνική της τονομετρίας επιπέδωσης και τη χρήση του συστήματος SphygmoCor (Atcor Medical, Sydney, Australia). Η στατιστική ανάλυση των ευρημάτων διενεργήθηκε με το πρόγραμμα SPSS (Statistical Package for the Social Sciences, έκδοση 17.0, SPSS Inc., Chicago, IL). Δε διαπιστώθηκαν διαφορές μεταξύ των 4 ομάδων ασθενών κατά την έναρξη της μελέτης, με την εξαίρεση του υψηλότερου κεντρικού δείκτη ενίσχυσης (AIx) στην ομάδα της αλισκιρένης σε σχέση με της ατενολόλης (p = 0,015). Στην ομάδα ελέγχου διαπιστώθηκαν χαμηλότερα επίπεδα κεντρικής ΣΑΠ και ΔΑΠ, καθώς και ταχύτητας του σφυγμικού κύματος (PWV). Η κεντρική πίεση σφυγμού (ΠΣ) υπολείπονταν στην ομάδα ελέγχου μόνο σε σχέση με την ομάδα της αλισκιρένης (p = 0,004). Ο AIx ήταν χαμηλότερος στην ομάδα ελέγχου σε σχέση με τις ομάδες κιναπρίλης, αλισκιρένης και νεμπιβολόλης (p = 0,006, p < 0,001 και p < 0,001, αντίστοιχα), αλλά δε διέφερε από την ομάδα της ατενολόλης. Όλες οι παραπάνω διαφορές καταγράφηκαν και αξιολογήθηκαν κατάλληλα κατά τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της μελέτης, ώστε η αρχική διαφορά να μην υπεισέρχεται στα τελικά αποτελέσματα και την εξαγωγή συμπερασμάτων.Η κεντρική ΣΑΠ και ΔΑΠ μειώθηκαν σε όλες τις ομάδες. Η κεντρική ΠΣ και ο AΙx ελαττώθηκαν στις ομάδες κιναπρίλης, αλισκιρένης και νεμπιβολόλης, όχι όμως και στην ομάδα της ατενολόλης. Η PWV ελαττώθηκε σε όλες τις ομάδες μεταξύ 1ης και 2ης επίσκεψης. Η διαφοροποίηση έγκειται στην παρατήρηση της μη μεταβολής της μεταξύ 2ης και 3ης επίσκεψης στις ομάδες των β-αδρενεργικών αποκλειστών (ατενολόλης-νεμπιβολόλης), αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τις ομάδες κιναπρίλης και αλισκιρένης, αναστολέων του συστήματος ρενίνης αγγειοτενσίνης αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ), όπου συνεχίζει να βελτιώνεται. Η περιφερική ΣΑΠ, ΔΑΠ και ΠΣ μειώθηκαν το ίδιο και στις 4 ομάδες. Συγκρίσιμη παρατηρήθηκε, επίσης, η ελάττωση σε κεντρική ΣΑΠ, ΔΑΠ, ΠΣ και PWV. Ο AΙx, όμως, αυξήθηκε στους ασθενείς που έλαβαν ατενολόλη, σε αντίθεση με όσους έλαβαν κιναπρίλη, αλισκιρένη ή νεμπιβολόλη (p = 0,001, p = 0,001 και p=0,027, αντίστοιχα), όπου παρατηρήθηκε μείωσή του, ενώ μεταξύ των 3 τελευταίων ομάδων δεν καταγράφεται στατιστικά σημαντική διαφορά.Επομένως, η ατενολόλη αποδείχθηκε λιγότερο αποτελεσματική στη βελτίωση παραμέτρων της αορτικής σκληρίας συγκριτικά τόσο με νεότερο εκπρόσωπο της ίδιας κατηγορίας, τη νεμπιβολόλη, όσο και με αναστολείς του ΣΡΑΑ, όπως είναι η κιναπρίλη και η αλισκιρένη. Η νεμπιβολόλη, η κιναπρίλη και η αλισκιρένη είχαν εξίσου ευεργετική επίδραση στις προσδιορισθείσες παραμέτρους της αορτικής σκληρίας. Η επίδραση της νεμπιβολόλης, όμως, φαίνεται ότι είναι περισσότερο βραχυπρόθεσμη σε σχέση με την αντίστοιχη της κιναπρίλης και της αλισκιρένης, τουλάχιστον ως προς την PWV.