Η παρούσα διατριβή βασίζεται σε τρεις ερευνητικές εργασίες, οι οποίες εξετάζουν εμπειρικά το ζήτημα της μεγέθυνσης και της σύγκλισης εντός της ΕΕ-15. Στην πρώτη εργασία διερευνάται, για την περίοδο 1950-2010, η ύπαρξη στοχαστικής και β-σύγκλισης σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της ΕΕ-14 (ΕΕ-15 πλην του Λουξεμβούργου) προς το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ της ΕΕ-14. Τα αποτελέσματα συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης δύο διακριτών ομάδων σύγκλισης, μίας αποτελούμενης από τις χώρες Συνοχής (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) και μίας δεύτερης που περιλαμβάνει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ-14. Οι δύο ομάδες μεταξύ τους δεν εμφανίζουν σύγκλιση, ενώ, σε επίπεδο ομάδων, τα στοιχεία υπέρ της στοχαστικής αλλά και της β-σύγκλισης είναι πιο περιοσριμένα στην ομάδα των χωρών Συνοχής. Μεταξύ των χωρών Συνοχής η Ισπανία εμφανίζει β-σύγκλιση καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, ενώ η Ιρλανδία έχει φθάσει σε ισορροπία σταθερής κατάστασης. Η Πορτογαλία, μέχρι το 1985, εμφανίζει ισχυρή σύγκλιση, αλλά από το 2000 η χώρα αποκλίνει σημαντικά. Τέλος, η Ελλάδα, δεν εμφανίζει ούτε στοχαστική αλλά ούτε και β-σύγκλιση. Η περαιτέρω διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ του σχετικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της κάθε χώρας και ενός αριθμού αναπτυξιακών παραγόντων, όπως επένδυση, ΑΞΕ, άνοιγμα εμπορίου και TFP έδειξε, ότι για την πλειοψηφία των χωρών υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των περισσοτέρων από αυτούς και τη διαδικασία σύγκλισης. Εξαίρεση αποτελεί και πάλι η Ελλάδα, για την οποία η επένδυση αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα ο οποίος φαίνεται να συνδέεται θετικά με την αύξηση του σχετικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας.Στη δεύτερη εργασία εξετάζεται, για την περίοδο 1995-2013, η ύπαρξη υπό συνθήκη β-σύγκλισης μεταξύ των χωρών της ΕΕ-14. Πιο συγκεκριμένα, παράλληλα με την επίδραση ενός συνόλου οικονομικών μεταβλητών, διερευνήθηκαν οι επιπτώσεις δύο θεσμικών μεταβλητών, της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας. Δίνοντας έμφαση στην αναπτυξιακή πορεία των τεσσάρων χωρών Συνοχής, εξετάσαμε, με τη χρήση όρων αλληλεπίδρασης, πιθανές διαφορετικές επιδράσεις των δύο θεσμικών μεταβλητών. Τα ευρήματα υποστηρίζουν την ύπαρξη υπό συνθήκη β-σύγκλισης εντός της ΕΕ-14. Επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο και άνοιγμα του εμπορίου αποτελούν ισχυρούς μοχλούς ανάπτυξης, ενώ οι ΑΞΕ δεν φαίνεται να ασκούν σημαντική επίδραση. Αντίθετα, ο πληθωρισμός και οι κυβερνητικές δαπάνες εμφανίζουν σημαντική αρνητική επίδραση. Όσον αφορά τις δύο θεσμικές μεταβλητές, η μείωση της διαφθοράς ενισχύει τη μεγέθυνση, τόσο στο συνολικό δείγμα όσο και στις χώρες Συνοχής, ενώ η γραφειοκρατία φαίνεται να επιδρά με διαφορετικό τρόπο στις χώρες Συνοχής. Στη μακροχρόνια περίοδο, η επίδραση της διαφθοράς είναι σημαντικά αρνητική για το σύνολο των χωρών της ΕΕ-14, ενώ για τις χώρες Συνοχής ο αντίστοιχος συντελεστής, αν και μη σημαντικός, είναι θετικός. Το αποτέλεσμα πιθανώς συνδέεται με την άποψη ότι, η διαφθορά είναι λιγότερο επιβλαβής για τις χώρες με υψηλή γραφειοκρατία.Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αποτελέσματα, στην τρίτη εργασία ελέγχουμε, για την περίοδο 2002-2013, την υπόθεση grease-in-the-wheels, σύμφωνα με την οποία, ενώ η διαφθορά έχει αρνητικές επιπτώσεις στη μεγέθυνση, η επίδραση αυτή διαφοροποιείται ανάλογα με την ποιότητα της διακυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, αυτή τείνει να είναι πιο επιζήμια σε χώρες όπου η διακυβέρνηση είναι αποτελεσματική, ενώ κάτω από την ισχυρή μορφή της υπόθεσης, η διαφθροά μπορεί να είναι ακόμη και επωφελής για την ανάπτυξη των χωρών με “κακή” διακυβέρνηση. Ως εκ τούτου, η χαμηλή ποιότητα της διακυβέρνησης λειτουργεί ως ένας "θετικός" απορροφητικός παράγοντας. Για όλες τις χώρες της ΕΕ-14, τα αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, είναι συνεπή με την υπόθεση grease-in-the-wheels, ενώ, η ισχυρή μορφή της υπόθεσης γίνεται δεκτή για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Επιπλέον, για κάθε δείκτη θεσμικής ποιότητας, έχει βρεθεί μία τιμή threshold η οποία διαχωρίζει τις αρνητικές από τις θετικές επιδράσεις της διαφθοράς. Σε επίπεδο πολιτικής, το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι οι οικονομίες που λειτουργούν σε ένα αναποτελεσματικό θεσμικό περιβάλλον, είναι πιθανό να μην επωφελούνται από την καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά ότι θα πρέπει να ενθαρρυνθούν να περιορίσουν τη διαφθορά, βελτιώνοντας ταυτόχρονα άλλες όψεις της διακυβέρνησης.