Εξορισμένος από τον αυτοκράτορα Αύγουστο στους Τόμους της Μαύρης Θάλασσας, ο Οβίδιος αποφασίζει να συγγράψει τα Tristia και τις Epistulae ex Ponto. Τα κείμενα αυτά παρουσιάζουν τη ζωή στα έσχατα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσα από την οπτική γωνία ενός άδικα εκτοπισμένου ελεγειακού ποιητή. Εγκλωβισμένος σε ένα αφιλόξενο και χειμαζόμενο περιβάλλον και περιστοιχισμένος από πολεμοχαρείς και βάρβαρους κατοίκους, ο απεγνωσμένος ποιητής αποστέλλει πίσω στη Ρώμη ελεγειακές επιστολές, μέσω των οποίων περιγράφει με δραματικούς όρους την κατάστασή του, απολογείται για το παρελθόν του και ζητεί από τους παραλήπτες τους να μεριμνήσουν για την επιστροφή του, επικαλούμενος τον ηθικό κώδικα της amicitia. Παρόλο που, ως αυτοσυνείδητος ποιητής, αναγνωρίζει παραλήψεις, υπερβολές και επαναλήψεις στις περιγραφές του, αδιαφορεί να τις διορθώσει, δεδομένων των ακραίων συνθηκών που έχει να αντιμετωπίσει. Η κωδικοποιημένη εγγραφή αυτών των μηνυμάτων στον ποιητικό λόγο της εξορίας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Με μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση των προγραμματικών και ποιητολογικών χωρίων της οβιδιακής ποίησης της εξορίας η μελέτη παρακολουθεί τη σταδιακή διαμόρφωση και κατασκευή της ρητορικής της εξορίας, επισημαίνει τα σήματα και τους τόπους της και αναδεικνύει τη μεταποιητική και την ειδολογική της διάσταση. Ως βασικός μεταλογοτεχνικός δείκτης της ποίησης της εξορίας εκλαμβάνεται ο αυτοαναφορικός σχολιασμός της παρακμής του εκφερόμενου ποιητικού λόγου που σχετίζεται άμεσα με τον κίνδυνο απώλειας της νεωτερικότητας και τη δυσκολία ανταπόκρισης στα υψηλά καλλιμαχικά αισθητικά πρότυπα. Ερ-μηνευτικό ζητούμενο αποτελεί, επίσης, ο έλεγχος των προγραμματικών δηλώσεων του ποιητή για άμεση αποκοπή από το ερωτογραφικό του παρελθόν σε λεκτικό, θεματολογικό και ιδεολογικό επίπεδο. Αυτή η αποστασιοποίηση της οβιδιακής ποίησης της εξορίας από την παράδοση της λατινικής ερωτικής ελεγείας δεν περιορίζεται απλώς στη θεματοποίηση της οδυνηρής εμπειρίας της εξορίας, αλλά αποτυπώνεται και σε καίριες θεματικές επιλογές της οβιδιακής ποίησης της εξορίας, όπως στην ανάθεση πρωταγωνιστικού ρόλου στην αξιοσέβαστη σύζυγο του εξόριστου ποιητή ή την αναπαράσταση δημόσιων πανηγυρικών εκδηλώσεων του ρωμαϊκού imperium, μέσω των οποίων ο ποιητικός λόγος της εξορίας προσλαμβάνει έναν επίσημο, συμβατικό και κομφορμιστικό χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό ο Οβίδιος παρουσιάζει ένα ‘ορθόδοξο’ ελεγειακό υποείδος που αξιοποιεί, αναδεικνύει και κανονικοποιεί υφιστάμενες συμβατικές τάσεις του οικείου είδους. Για μια ακόμη φορά, επομένως, ο Οβίδιος εκμεταλλεύεται το θεματικό εύρος του ελεγειακού είδους και το προσαρμόζει στις ανάγκες και τις απαιτήσεις ενός άδικα εκτοπισμένου ποιητή που ποθεί την επιστροφή του στη Ρώμη.