Η θεμελιώδης αποδοχή ότι κάθε παιδί είναι μοναδικό σημαίνει την ύπαρξη ποικίλων διαφορών σε γνωστικό και κοινωνικό επίπεδο μεταξύ των παιδιών. Δεδομένου ότι αυτά τα χαρακτηριστικά επηρεάζουν τη μάθηση, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην αξιοποίηση αυτής της ετερογένειας. Η Διαφοροποιημένη Διδασκαλία (ΔΔ) θεωρείται μία καινοτόμα διδακτική προσέγγιση, η οποία στοχεύει στη μεγιστοποίηση της μάθησης για το κάθε παιδί, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του κάθε παιδιού στην οικοδόμηση της διδασκαλίας. Παρόλο, που υπάρχουν αρκετές έρευνες που να συνηγορούν στη θετική επίδραση της ΔΔ στα παιδιά, υπάρχει σημαντικό έλλειμα στην εφαρμογή της στο πεδίο της προσχολικής εκπαίδευσης, όπου προωθείται η Διαθεματική προσέγγιση της γνώσης. Για το λόγο αυτό, η παρούσα δημοσίευση συζητά τα αδύναμα σημεία της ΔΔ, στα οποία έχει ασκηθεί έντονη κριτική (π.χ. μαθησιακό προφίλ/μαθησιακό στυλ, ερμηνεία των ενδιαφερόντων), η οποία αναπόφευκτα οδηγεί στην αναθεώρηση και τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου της ΔΔ, προκειμένου να αυξηθεί η εφαρμοσιμότητά της στην προσχολική εκπαίδευση. Οι προτάσεις του αναθεωρημένου πλαισίου αφορούν την ένταξη της διαθεματικότητας, την έμφαση στην αυθεντική αξιολόγηση, την τοποθέτηση του μαθησιακού στυλ σε δευτερεύοντα ρόλο, την ερμηνεία των ενδιαφερόντων σύμφωνα με σύγχρονα ερευνητικά πορίσματα. Επίσης, συζητώνται οι εκπαιδευτικές προεκτάσεις, αλλά και η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και εφαρμογή, ώστε να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά του στην προσχολική τάξη.