Search citation statements
Paper Sections
Citation Types
Year Published
Publication Types
Relationship
Authors
Journals
Η χολίνη (Ch) είναι μια βασική θρεπτική ουσία που εμπλέκεται σε μια ευρεία ποικιλία μεταβολικών αντιδράσεων και λειτουργιών, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα τρωκτικά. Εκτός του ότι αποτελεί συστατικό διαφόρων σημαντικών βιολογικών ενώσεων (συμπεριλαμβανομένων των μεμβανικών λεκιθινών, της σφιγγομυελίνης και του πλασμαλογόνου, της νευροδιαβιβαστικής ακετυλοχολίνης και του παράγοντα ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων), η Ch εμπλέκεται σε πολλές φυσιολογικές λειτουργίες (π.χ. μεταβολισμός των ομάδων μεθυλίου, μεταφορά λιπιδίων, κλπ). Έτσι, η Ch είναι υψίστης σημασίας για τη βέλτιστη ανάπτυξη και λειτουργία πολλών οργάνων και βιολογικών συστημάτων, μεταξύ των οποίων το καρδιαγγειακό σύστημα και τα νεφρά. Το 1998, το Συμβούλιο Τροφίμων και Διατροφής του Ινστιτούτου Ιατρικής (IOM) και πρόσφατα, το 2016, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων αναγνώρισε την Ch ως βασικό θρεπτικό συστατικό και καθιέρωσαν συστάσεις για την πρόσληψη τροφής. Η έλλειψη Ch μπορεί να παρατηρηθεί σε φυσιολογικές συνθήκες (π.χ. εντατική άσκηση, εγκυμοσύνη, γαλουχία) και παθολογικές καταστάσεις (π.χ. αλκοολισμός και υποσιτισμός) και έχει συσχετιστεί με εξασθένηση της καρδιακής λειτουργίας, αντίσταση στην ινσουλίνη, μη φυσιολογικό μεταβολισμό του λίπους και νεφρική ανεπάρκεια. Η δυσλειτουργία του μυοκαρδίου και η νεφρική ανεπάρκεια αποτελούν επίσης δύο κύριες επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη. Ο όρος «διαβητική μυοκαρδιοπάθεια» εμφανίστηκε για να περιγράψει την παρουσία δυσλειτουργίας του μυοκαρδίου απουσία εμφανούς κλινικής στεφανιαίας νόσου, βαλβιδικής νόσου και άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως υπέρταση και δυσλιπιδαιμία και ο όρος «διαβητική νεφροπάθεια» αναφέρεται στη χρόνια απώλεια νεφρικής λειτουργίας σε σχέση με τη βλάβη του σπειράματος.Ο πληθυσμός με σακχαρώδη διαβήτη αυξάνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς σε παγκόσμιο επίπεδο και παρόμοια, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, αυξάνεται συνεχώς και ο αριθμός των ανθρώπων που είναι επιρρεπείς σε ανεπάρκεια χολίνης. Εκτιμάται ότι μόνο το 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ λαμβάνει επαρκή πρόσληψη Ch. Έτσι, μέσω πολλαπλών παθοφυσιολογικών μηχανισμών, τα δύο συμβάματα (στέρηση Ch και σακχαρώδης διαβήτης) θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνυπάρχουν και να αλληλεπιδρούν με τη δομική ακεραιότητα και απόδοση του μυοκαρδίου και της νεφρικής δομής.Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί ο αντίκτυπος της διατροφικής στέρησης του Ch στην καρδιακή και νεφρική δομή και λειτουργία σε στρεπτοζοτοκίνη (STZ)-πειραματικά προκαλούμενο σακχαρώδη διαβητη ρύθμιση σε ενήλικους αρσενικούς αρουραίους Wistar.Υλικό και μέθοδοι: Εικοσιτέσσερεις ηλικίας αρσενικοί αρουραίοι Wistar albino 3 μηνών (σωματικό βάρος 298,6±26,2 g), διαιρέθηκαν σε τέσσεερις ομάδες (Ν=6 σε κάθε ομάδα) ως εξής: Ομάδες μαρτύρων (C) και διαβητικών (DM), υπό αγωγή με πρότυπη δίαιτα, ομάδα υπό αγωγή με δίαιτα ελλειπή σε χολίνη (CD), και ομάδα διαβητικών υπό δίαιτα ελλειπή σε χολίνη (DM+CD). Η επαγωγή του διαβήτη διεξήχθη με μία απλή ενδοπεριτοναϊκή ένεση STZ (50 mg/kg σωματικού βάρους). Μετά από πέντε εβδομάδες με νάρκωση τα ζώα υποβλήθηκαν σε ηχοκαρδιογραφικό έλεγχο και μετά την ευθανασία συλλέχθηκε αίμα από την κατωρη φλεβα και χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση των βιοχημικών παραμέτρων (γλυκόζη, ινσουλίνη, ομοκυστεΐνη, λιπίδια, ουρία και κρεατινίνη). H καρδι;a και oi νεφρά χρησιμοποιήθηκαν για ιστολογική εξέταση ενώ έγινε και ανοσοϊστοχημική εκτίμηση του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VEGF-A) και του μορίου νεφρικής βλάβης -1 (ΚΙΜ-1) (μόνο στα νεφρά).Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του GraphPad Prism 5.3. Επίδραση της στέρησης της τροφής από τη χολίνη στην διαβητική καρδιομυοπάθειαΑποτελέσματα: Η μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα αποκάλυψε μια επιτυχή πρόκληση διαβήτη στις ομάδες που έλαβαν STZ με ταυτόχρονη υποινσουλιναιμία. Μετά από πέντε εβδομάδες διαιτητικής παρέμβασης, στην ηχοκαρδιογραφική εκτίμηση οι διαβητικοί επίμυες υπό στέρηση χολίνηs (DM+CD) παρουσίασαν αυξημένο δείκτη τάσης αριστερής κοιλίας (LV) με συνακόλουθη αύξηση της LV ταχύτητας και σημαντικά μειωμένο πάχος οπίσθιου τοιχώματος LV σε σύγκριση με διαβητικούς αρουραίους που τρέφονται με πρότυπη δίαιτα. Επιπλέον, η ιστοπαθολογία εκτίμηση έδειξε επιδείνωση της φλεγμονής και της ίνωσης στο διαβητικό μυοκάρδιο ως αποτέλεσμα της στέρησης Ch. Η έκφραση του VEGF αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις ομάδες σε σύγκριση με την ομάδα έλεγχου.Συζήτηση: Σε προηγούμενες μελέτες η ομάδα μας ανέφερε την πρώιμη τοξική επίδραση της στέρησης της Ch στο μυοκάρδιο υγιών ενηλίκων επιμύων. Η διατροφική στέρηση Ch μπορεί να επιδεινώσει την πειραματικά προκαλούμενη διαβητική μυοκαρδιοπάθεια σε επίμυες, εντός πέντε εβδομάδων. Τα νέα ευρήματα αυτής της μελέτης καταδεικνύουν ότι το διαβητικό μυοκάρδιο υπό έλλειψη χολίνης παρουσιάζει μειωμένο πάχος τοιχώματος της αριστερής κοιλίας και υψηλότερο δείκτη τάσης αριστερού κοιλιακού τοιχώματος μαζί με επιδεινούμενη καρδιακή φλεγμονή και ίνωση σε σύγκριση με το διαβητικό μυοκάρδιο. Η αυξημένη έκφραση VEGF στο μυοκάρδιο αντανακλά την καρδιακή απόκριση για να αποκαταστήσει την μειωμένη αρχιτεκτονική της και έτσι να διατηρήσει τη σωστή λειτουργία της. Τα ευρήματα που παρουσιάζονται εδώ είναι ιδιαίτερα σημαντικά αφού η εξεταζόμενη πειραματική προσέγγιση εισάγει μια προηγουμένως άγνωστη προσομοίωση συννοσηρότητας δύο μεταβολικών διαταραχών που φαίνεται να πυροδοτούν τη μετάβαση ενός τύπου περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας σε ένα τύπο δυνητικά διατατικής μυοκαρδιοπάθειας. Λαμβάνοντας υπόψη τον μείζονα ρόλο του οξειδωτικού στρες στην ανάπτυξη επιπλοκών που προκαλούνται από τον διαβήτη, καθώς και τα προηγούμενα μας ευρήματα σχετικά με τον καρδιοπροστατευτικό ρόλο της καρνιτίνης στην εξασθένηση της καρδιοτοξικότητας που προκαλείται από τη στέρηση Ch, η παρούσα πειραματική ρύθμιση θα μπορούσε να αποτελεί την αρχή για περαιτέρω διερεύνηση του ρόλου της Ch στην πρόληψη (ή τουλάχιστον στην τροποποίηση) της εξέλιξης της διαβητικής μυοκαρδιοπάθειας και της θεραπευτικής στρατηγικής.Διαιτητική επίδραση στέρησης της χολίνης στη διαβητική νεφροπάθειαΑποτελέσματα: Οι διαβητικοί επίμυες που είχαν υποστεί στέρηση Ch παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας με υπερτροφικούς νεφρούς (αυξημένος δείκτης βάρους νεφρού) που σχετίζετονταν με σημαντικές αλλοιώσεις στη νεφρική δομή χαρακτηριζόμενη από σημαντική αύξηση της νεφρικής σωληνωριακής νέκρωσης και ίνωσης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του ΚΙΜ-1 σε όλες τις ομάδες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ενώ ο VEGF βρέθηκε μειωμένος στο υπό μελέτη μοντέλο.Συζήτηση: Η αύξηση του KIM-1, ενός κρίσιμου βιοδείκτη για τη διάγνωση πρώιμης οξείας νεφρικής βλάβης τόσο σε ανθρώπους όσο και σε τρωκτικά, στους διαβητικούς επίμυες υπό διαιτητική στέρηση χολίνης , σε σχέση με τα αυξημένα επίπεδα ουρίας και κρεατινίνης στο αίμα μαζί με τα ιστοπαθολογικά ευρήματα, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι συνδυασμός των δύο παθολογικών παραγόντων δρά συνεργικά με αποτέλεσμα την έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας και την επιδείνωση των δομικων βλαβών. Δεδομένου ότι η δυσλειτουργία του VEGF θεωρείται σημαντικός παράγοντας στην ενεργοποίηση της παθογένεσης της διαβητικής νεφροπάθειας προκαλώντας σπειραματοσκλήρυνση και σωληναριακή ατροφία και επακόλουθη μείωση της νεφρικής λειτουργίας, η μείωση του VEGF στους νεφρούς των διαβητικών επιμύων υπο διαιτητική στέρηση Ch, αντανακλά τις επιβλαβείς επιδράσεις της έλλειψης Ch σε νεφρική δομή και λειτουργία. Φαίνεται ότι η στέρηση Ch δρα ως συν-παράγοντας που περιπλέκει την παθολογία των διαβητικών νεφρών που προκαλείται από STZ και τα ανοσοϊστοχημικά ευρήματα των KIM-1 και VEGF είναι σύμφωνα με την νεφρική ιστοπαθολογική εικόνα. Αυτό το μοντέλο, δηλ θα μπορούσε πιθανώς να προσομοιάσει μια κλινική περίπτωση που που παρατηρείται σε διαβητικούς ασθενείς με νεφροπάθεια σε προχωρημένο στάδιο.Κλινικές προοπτικέςΟ συνδυασμός σακχαρώδη διαβήτη και διατητικής έλλειψης χολίνης, θα μπορούσε τελικά να μοιάζει με κοινές περιπτώσεις στην κλινική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων διαβητικών ασθενών υπό παρεντερική διατροφή και/ ή σύνδρομο βραχέως εντέρου και/ ή αυτοάνοσων ασθενειών και/η νεφρική ανεπάρκεια ή ηπατική ανεπάρκεια ή / και αλκοολισμό και / ή υποσιτισμό, ή διαβήτη σε εγκυμοσύνη / θηλασμός και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, κλπ.Η διαβητική μυοκαρδιοπάθεια και η διαβητική νεφροπάθεια είναι συνήθης σοβαρή επιπλοκή του σακχαρώδους διαβήτη που μπορεί να εμφανιστεί στα αρχικά στάδια της νόσου και σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα της δυνητικής ανεπαρκούς διαιτητικής πρόσληψης της Ch και της αλληλεπίδρασής της με την εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας και μυοκαρδιοπάθειας, αποδεικνύεται ότι οι διαιτητικές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως συμπληρωματικό όπλο για την αντιμετώπιση της καρδιακής και νεφρικής δυσλειτουργίας χωρίς προσθήκη νέων παρενεργειών απο φάρμακα.
Η χολίνη (Ch) είναι μια βασική θρεπτική ουσία που εμπλέκεται σε μια ευρεία ποικιλία μεταβολικών αντιδράσεων και λειτουργιών, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα τρωκτικά. Εκτός του ότι αποτελεί συστατικό διαφόρων σημαντικών βιολογικών ενώσεων (συμπεριλαμβανομένων των μεμβανικών λεκιθινών, της σφιγγομυελίνης και του πλασμαλογόνου, της νευροδιαβιβαστικής ακετυλοχολίνης και του παράγοντα ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων), η Ch εμπλέκεται σε πολλές φυσιολογικές λειτουργίες (π.χ. μεταβολισμός των ομάδων μεθυλίου, μεταφορά λιπιδίων, κλπ). Έτσι, η Ch είναι υψίστης σημασίας για τη βέλτιστη ανάπτυξη και λειτουργία πολλών οργάνων και βιολογικών συστημάτων, μεταξύ των οποίων το καρδιαγγειακό σύστημα και τα νεφρά. Το 1998, το Συμβούλιο Τροφίμων και Διατροφής του Ινστιτούτου Ιατρικής (IOM) και πρόσφατα, το 2016, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων αναγνώρισε την Ch ως βασικό θρεπτικό συστατικό και καθιέρωσαν συστάσεις για την πρόσληψη τροφής. Η έλλειψη Ch μπορεί να παρατηρηθεί σε φυσιολογικές συνθήκες (π.χ. εντατική άσκηση, εγκυμοσύνη, γαλουχία) και παθολογικές καταστάσεις (π.χ. αλκοολισμός και υποσιτισμός) και έχει συσχετιστεί με εξασθένηση της καρδιακής λειτουργίας, αντίσταση στην ινσουλίνη, μη φυσιολογικό μεταβολισμό του λίπους και νεφρική ανεπάρκεια. Η δυσλειτουργία του μυοκαρδίου και η νεφρική ανεπάρκεια αποτελούν επίσης δύο κύριες επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη. Ο όρος «διαβητική μυοκαρδιοπάθεια» εμφανίστηκε για να περιγράψει την παρουσία δυσλειτουργίας του μυοκαρδίου απουσία εμφανούς κλινικής στεφανιαίας νόσου, βαλβιδικής νόσου και άλλων παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως υπέρταση και δυσλιπιδαιμία και ο όρος «διαβητική νεφροπάθεια» αναφέρεται στη χρόνια απώλεια νεφρικής λειτουργίας σε σχέση με τη βλάβη του σπειράματος.Ο πληθυσμός με σακχαρώδη διαβήτη αυξάνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς σε παγκόσμιο επίπεδο και παρόμοια, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, αυξάνεται συνεχώς και ο αριθμός των ανθρώπων που είναι επιρρεπείς σε ανεπάρκεια χολίνης. Εκτιμάται ότι μόνο το 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ λαμβάνει επαρκή πρόσληψη Ch. Έτσι, μέσω πολλαπλών παθοφυσιολογικών μηχανισμών, τα δύο συμβάματα (στέρηση Ch και σακχαρώδης διαβήτης) θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνυπάρχουν και να αλληλεπιδρούν με τη δομική ακεραιότητα και απόδοση του μυοκαρδίου και της νεφρικής δομής.Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί ο αντίκτυπος της διατροφικής στέρησης του Ch στην καρδιακή και νεφρική δομή και λειτουργία σε στρεπτοζοτοκίνη (STZ)-πειραματικά προκαλούμενο σακχαρώδη διαβητη ρύθμιση σε ενήλικους αρσενικούς αρουραίους Wistar.Υλικό και μέθοδοι: Εικοσιτέσσερεις ηλικίας αρσενικοί αρουραίοι Wistar albino 3 μηνών (σωματικό βάρος 298,6±26,2 g), διαιρέθηκαν σε τέσσεερις ομάδες (Ν=6 σε κάθε ομάδα) ως εξής: Ομάδες μαρτύρων (C) και διαβητικών (DM), υπό αγωγή με πρότυπη δίαιτα, ομάδα υπό αγωγή με δίαιτα ελλειπή σε χολίνη (CD), και ομάδα διαβητικών υπό δίαιτα ελλειπή σε χολίνη (DM+CD). Η επαγωγή του διαβήτη διεξήχθη με μία απλή ενδοπεριτοναϊκή ένεση STZ (50 mg/kg σωματικού βάρους). Μετά από πέντε εβδομάδες με νάρκωση τα ζώα υποβλήθηκαν σε ηχοκαρδιογραφικό έλεγχο και μετά την ευθανασία συλλέχθηκε αίμα από την κατωρη φλεβα και χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση των βιοχημικών παραμέτρων (γλυκόζη, ινσουλίνη, ομοκυστεΐνη, λιπίδια, ουρία και κρεατινίνη). H καρδι;a και oi νεφρά χρησιμοποιήθηκαν για ιστολογική εξέταση ενώ έγινε και ανοσοϊστοχημική εκτίμηση του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VEGF-A) και του μορίου νεφρικής βλάβης -1 (ΚΙΜ-1) (μόνο στα νεφρά).Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του GraphPad Prism 5.3. Επίδραση της στέρησης της τροφής από τη χολίνη στην διαβητική καρδιομυοπάθειαΑποτελέσματα: Η μέτρηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα αποκάλυψε μια επιτυχή πρόκληση διαβήτη στις ομάδες που έλαβαν STZ με ταυτόχρονη υποινσουλιναιμία. Μετά από πέντε εβδομάδες διαιτητικής παρέμβασης, στην ηχοκαρδιογραφική εκτίμηση οι διαβητικοί επίμυες υπό στέρηση χολίνηs (DM+CD) παρουσίασαν αυξημένο δείκτη τάσης αριστερής κοιλίας (LV) με συνακόλουθη αύξηση της LV ταχύτητας και σημαντικά μειωμένο πάχος οπίσθιου τοιχώματος LV σε σύγκριση με διαβητικούς αρουραίους που τρέφονται με πρότυπη δίαιτα. Επιπλέον, η ιστοπαθολογία εκτίμηση έδειξε επιδείνωση της φλεγμονής και της ίνωσης στο διαβητικό μυοκάρδιο ως αποτέλεσμα της στέρησης Ch. Η έκφραση του VEGF αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις ομάδες σε σύγκριση με την ομάδα έλεγχου.Συζήτηση: Σε προηγούμενες μελέτες η ομάδα μας ανέφερε την πρώιμη τοξική επίδραση της στέρησης της Ch στο μυοκάρδιο υγιών ενηλίκων επιμύων. Η διατροφική στέρηση Ch μπορεί να επιδεινώσει την πειραματικά προκαλούμενη διαβητική μυοκαρδιοπάθεια σε επίμυες, εντός πέντε εβδομάδων. Τα νέα ευρήματα αυτής της μελέτης καταδεικνύουν ότι το διαβητικό μυοκάρδιο υπό έλλειψη χολίνης παρουσιάζει μειωμένο πάχος τοιχώματος της αριστερής κοιλίας και υψηλότερο δείκτη τάσης αριστερού κοιλιακού τοιχώματος μαζί με επιδεινούμενη καρδιακή φλεγμονή και ίνωση σε σύγκριση με το διαβητικό μυοκάρδιο. Η αυξημένη έκφραση VEGF στο μυοκάρδιο αντανακλά την καρδιακή απόκριση για να αποκαταστήσει την μειωμένη αρχιτεκτονική της και έτσι να διατηρήσει τη σωστή λειτουργία της. Τα ευρήματα που παρουσιάζονται εδώ είναι ιδιαίτερα σημαντικά αφού η εξεταζόμενη πειραματική προσέγγιση εισάγει μια προηγουμένως άγνωστη προσομοίωση συννοσηρότητας δύο μεταβολικών διαταραχών που φαίνεται να πυροδοτούν τη μετάβαση ενός τύπου περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας σε ένα τύπο δυνητικά διατατικής μυοκαρδιοπάθειας. Λαμβάνοντας υπόψη τον μείζονα ρόλο του οξειδωτικού στρες στην ανάπτυξη επιπλοκών που προκαλούνται από τον διαβήτη, καθώς και τα προηγούμενα μας ευρήματα σχετικά με τον καρδιοπροστατευτικό ρόλο της καρνιτίνης στην εξασθένηση της καρδιοτοξικότητας που προκαλείται από τη στέρηση Ch, η παρούσα πειραματική ρύθμιση θα μπορούσε να αποτελεί την αρχή για περαιτέρω διερεύνηση του ρόλου της Ch στην πρόληψη (ή τουλάχιστον στην τροποποίηση) της εξέλιξης της διαβητικής μυοκαρδιοπάθειας και της θεραπευτικής στρατηγικής.Διαιτητική επίδραση στέρησης της χολίνης στη διαβητική νεφροπάθειαΑποτελέσματα: Οι διαβητικοί επίμυες που είχαν υποστεί στέρηση Ch παρουσίασαν σημαντική επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας με υπερτροφικούς νεφρούς (αυξημένος δείκτης βάρους νεφρού) που σχετίζετονταν με σημαντικές αλλοιώσεις στη νεφρική δομή χαρακτηριζόμενη από σημαντική αύξηση της νεφρικής σωληνωριακής νέκρωσης και ίνωσης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του ΚΙΜ-1 σε όλες τις ομάδες σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ενώ ο VEGF βρέθηκε μειωμένος στο υπό μελέτη μοντέλο.Συζήτηση: Η αύξηση του KIM-1, ενός κρίσιμου βιοδείκτη για τη διάγνωση πρώιμης οξείας νεφρικής βλάβης τόσο σε ανθρώπους όσο και σε τρωκτικά, στους διαβητικούς επίμυες υπό διαιτητική στέρηση χολίνης , σε σχέση με τα αυξημένα επίπεδα ουρίας και κρεατινίνης στο αίμα μαζί με τα ιστοπαθολογικά ευρήματα, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι συνδυασμός των δύο παθολογικών παραγόντων δρά συνεργικά με αποτέλεσμα την έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας και την επιδείνωση των δομικων βλαβών. Δεδομένου ότι η δυσλειτουργία του VEGF θεωρείται σημαντικός παράγοντας στην ενεργοποίηση της παθογένεσης της διαβητικής νεφροπάθειας προκαλώντας σπειραματοσκλήρυνση και σωληναριακή ατροφία και επακόλουθη μείωση της νεφρικής λειτουργίας, η μείωση του VEGF στους νεφρούς των διαβητικών επιμύων υπο διαιτητική στέρηση Ch, αντανακλά τις επιβλαβείς επιδράσεις της έλλειψης Ch σε νεφρική δομή και λειτουργία. Φαίνεται ότι η στέρηση Ch δρα ως συν-παράγοντας που περιπλέκει την παθολογία των διαβητικών νεφρών που προκαλείται από STZ και τα ανοσοϊστοχημικά ευρήματα των KIM-1 και VEGF είναι σύμφωνα με την νεφρική ιστοπαθολογική εικόνα. Αυτό το μοντέλο, δηλ θα μπορούσε πιθανώς να προσομοιάσει μια κλινική περίπτωση που που παρατηρείται σε διαβητικούς ασθενείς με νεφροπάθεια σε προχωρημένο στάδιο.Κλινικές προοπτικέςΟ συνδυασμός σακχαρώδη διαβήτη και διατητικής έλλειψης χολίνης, θα μπορούσε τελικά να μοιάζει με κοινές περιπτώσεις στην κλινική πρακτική, συμπεριλαμβανομένων διαβητικών ασθενών υπό παρεντερική διατροφή και/ ή σύνδρομο βραχέως εντέρου και/ ή αυτοάνοσων ασθενειών και/η νεφρική ανεπάρκεια ή ηπατική ανεπάρκεια ή / και αλκοολισμό και / ή υποσιτισμό, ή διαβήτη σε εγκυμοσύνη / θηλασμός και μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, κλπ.Η διαβητική μυοκαρδιοπάθεια και η διαβητική νεφροπάθεια είναι συνήθης σοβαρή επιπλοκή του σακχαρώδους διαβήτη που μπορεί να εμφανιστεί στα αρχικά στάδια της νόσου και σχετίζεται με σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα. Λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα της δυνητικής ανεπαρκούς διαιτητικής πρόσληψης της Ch και της αλληλεπίδρασής της με την εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας και μυοκαρδιοπάθειας, αποδεικνύεται ότι οι διαιτητικές παρεμβάσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως συμπληρωματικό όπλο για την αντιμετώπιση της καρδιακής και νεφρικής δυσλειτουργίας χωρίς προσθήκη νέων παρενεργειών απο φάρμακα.
This volume contains three chapters reviewing 12 classes of the organic compounds called esters . Chapter 79, this chapter, reviews ( 1 ) esters of monocarboxylic acids and mono‐ and polyalcohols and ( 2 ) esters of alkenyl carboxylic acids and monoalcohols; Chapter 80 reviews ( 3 ) esters of aromatic monocarboxylic acids and monoalcohols, ( 4 ) esters of monocarboxylic acids and di‐, tri‐, and polyalcohol; ( 5 ) dicarboxylic acid esters; ( 6 ) alkenyl dicarboxylic esters; ( 7 ) esters of aromatic diacids; ( 8 ) tricarboxylic acid esters; and, Chapter 81 covers ( 9 ) esters of carbonic and orthocarbonic acid; ( 10 ) esters of organic phosphorous compounds; ( 11 ) esters of monocarboxylic halogenated acids, alkanols, or haloalcohols; and ( 12 ) organic silicon esters. The sequence of the compounds has been organized according to the chemical structure of the major functional metabolites. This involves the ester hydrolyzates, primarily the acid and secondarily the alcohol. The reason for this sequence was the general observation that the degree of toxic effect, in addition to that of the original material, more often was the result of the toxicity of the acid rather than the response of the alcohol. Esters are important from an industrial hygiene perspective since exposure can occur during the process of manufacturing esters, the process of manufacturing materials containing or composed of esters, handling and use of products containing or composed of esters, and treatment of wastes containing esters. In turn, exposure to esters is important from a toxicological perspective because of the correlated observations of adverse physiological responses exhibited by laboratory animals and humans. Overviews of the physical, chemical and toxicologic (i.e., physiologic responses) properties of many subclasses of esters and/or of specific compounds are provided. In addition, summaries of relative manufacturing and use information are also included for many compounds. Chemically, esters are organic compounds commonly formed via the combination of an acid, typically an organic (COOH) mono‐ or polyacid, plus a hydroxyl (OH) group of a mono‐or polyalcohol or phenol; water (HOH) is generated as a by‐product of the reaction. The esters are widely used in industry and commerce. They can be prepared by the reactions of acids with alcohols, by reacting metal salts of acids with alkyl halides, acid halides with alcohols, or acid anhydrides with alcohols by the interchange of radicals between esters. Most esters exist in liquid form at ambient temperatures, but some possess lower boiling points than their original starting materials. They are relatively water‐insoluble, except for the lower molecular weight members. Their flash points are in the flammable range. The monocarboxylic acid esters have high volatility and pleasant odors, whereas the di‐ and polyacid esters are relatively nonvolatile and exhibit essentially no odor. The monocarboxylic esters occur frequently in natural products, as, for example, in fruits, to which they lend their pleasant odor and taste. Because of the different properties of esters from the original acids and alcohols, esterification can be used for their isolation or to chemically protect specific carboxy or hydroxy functions. Absorbed esters and/or metabolites derived from biotransformed esters can initiate toxic effects in some mammalian systems, including humans, and cause adverse physiological responses. Indeed, the underlying causes of physiological responses are due to initial interactions biochemically within a system. Within these chapters, a summary of reviewed literature will reveal that, in general, toxic effects associated with exposure to various esters include primary irritation to ocular, upper and lower respiratory, and dermal systems; depression of the central nervous system (CNS) ( e.g ., anesthesia, narcosis); dermal hypersensitization; impact to the gastrointestinal (GI), hepatic, and renal systems; abnormal cardiac rhythm; and carcinogenesis. Indeed, these and some additional effects, are based predominantly on rodent studies. A review of the literature reported here, however, indicates that the most commonly reported effects in animals and humans are irritation and, to some extent, CNS depression. Data are reported in this chapter for several classes of esters, including formates, acetates, acrylates and methacrylates, propionates, and lactates. Most of the aliphatic esters possess some degree of irritation on exposed surfaces. Practically all the common aliphatic and aromatic esters, except for some phosphates used as plasticizers, are inert. At the most, minor degrees of irritation may follow inhalation of heated vapors or prolonged skin exposure. Some of the literature also suggests that reported skin sensitization appears more likely in the presence of impurities or side products. Many of the materials are so inert that any LD 50 value is impractical to determine. Specific pathology is usually absent, even when the materials is fed in massive quantities to the point of nutritional deprivation. Oily or watery excretion products, sometimes observed at high feeding levels, indicate lack of absorption. The apparent nontoxicity may also be a sign of rapid hydrolysis, metabolism, and excretion. The resins are completely inert, unabsorbed in the gastrointestinal tract, and nonirritant at the surface of the skin and pulmonary system.
Nine edible oils or fats (hydrogenated coconut, cod liver, Wesson, linseed, olive, butter, lard, corn and cocoa-butter) were fed for 50-90 days to study the relation of saturation, chain length and essential fatty acid content to production of cardiovascularlesions. The specific oil or fat (selected for ranges in the above variables) was used as the dietary lipid in a high-fat (28%), low-protein (8%). hypolipotropic diet.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.