Το φυσικό αντικείμενο της παρούσας διατριβής ήταν ο προσδιορισμός των βιολογικών απαιτήσεων του τρίτωνα Charonia seguenzae (Aradas & Benoit, 1870) προκειμένου να επιτευχθεί η συντήρηση υπό συνθήκες «ευζωίας» (welfare) ενηλίκων ατόμων και η αναπαραγωγή. Οι επιστημονικοί στόχοι ομαδοποιήθηκαν σε τέσσερις ενότητες που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα του κύκλου ζωής των τριτώνων παρέχοντας πληροφορίες που αφορούν στην βιολογία και οικολογία του είδους.Η πρώτη ενότητα ασχολήθηκε με τον προσδιορισμό των διατροφικών απαιτήσεων (ποσοτικών και ποιοτικών), της προτίμησης και της συμπεριφοράς διατροφής των τριτώνων υπό τρεις διαφορετικές θερμοκρασίες (17, 20, 23οC). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι τρίτωνες κατανάλωσαν όλες τις τροφές που τους χορηγήθηκαν (φυσικά θηράματα και εναλλακτικές τροφές) εμφανίζοντας πολύ υψηλό βαθμό διατροφικής «ευελιξίας» και προσαρμοστικότητας. Αν και κατανάλωσαν όλες τις τροφές που τους χορηγήθηκαν, υπήρξε έκδηλη προτίμηση για ολοθούρια τα οποία όμως δεν αποτελούν την τροφή με την οποία τρέφονται αποκλειστικά οι τρίτωνες αλλά προτιμούν να τρέφονται με ποικιλία τροφών. Όσον αφορά στις ποσοτικές διατροφικές απαιτήσεις των τριτώνων, η ημερήσια κατανάλωση τροφής των τριτώνων, Charonia seguenzae, κυμάνθηκε μεταξύ 0,32 με 3,67% του βάρους τους, και εξαρτήθηκε από το είδος τροφής και την θερμοκρασία. Τα ολοθούρια ήταν η τροφή με τους καλύτερους διατροφικούς δείκτες και οι 23oC η βέλτιστη θερμοκρασία.Στην δεύτερη ενότητα μελετήθηκε η συμπεριφορά θήρευσης των τριτώνων και η ημερονύκτια δραστηριότητά τους. Η γνώση του προτύπου θήρευσης και η αλληλεπίδρασή του με την ημερονύκτια συμπεριφορά του C. seguenzae θα βοηθήσει στον σχεδιασμό στρατηγικών παρακολούθησης και τεχνικών απογραφής του πληθυσμού. Οι τρίτωνες εμφάνισαν το πρότυπο της ενεργής θήρευσης. Κατά τη διάρκεια της θήρευσης οι τρίτωνες αύξησαν την ταχύτητα με την οποία κινούνταν, η οποία είναι υπερδιπλάσια της ταχύτητας του θηράματος (ολοθούριο). Όσον αφορά στην ημερονύκτια δραστηριότητα των τριτώνων, επηρεάστηκε από την πλήρωση του στομάχου με τα νηστικά άτομα να είναι πιο δραστήρια από αυτά που βρίσκονται στη χώνεψη. Ένας άλλος παράγοντας που επηρέασε την ημερονύχτια δραστηριότητα ήταν το φως με τους τρίτωνες να είναι πιο δραστήριοι κατά τη διάρκεια της μέρας.Η τρίτη ενότητα αφορά στην αναπαραγωγή των τριτώνων. και παρέχει σημαντικές πληροφορίες που αφορούν στην βιολογία, συμπεριφορά και οικολογία τους, όπως το θερμοκρασιακό εύρος στο οποίο αναπαράγονται (20 έως 23 oC) και η εκδήλωση γονικής φροντίδας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο πτυχές της βιολογίας τους, η πολυανδρία που εμφανίζουν τα θηλυκά άτομα, και η εκδήλωση συνεργατικής φροντίδας των εμβρυικών σάκων που θέτει νέα ερωτήματα τόσο σε οικολογικό, όσο και εξελικτικό επίπεδο. Η τέταρτη ενότητα αφορά στην επίδραση της θερμοκρασίας και του μεγέθους της μητέρας στην γονιμότητα και στην εμβρυική ανάπτυξη. Το μέγεθος της μητέρας αν και σχετίστηκε άμεσα με τις διαστάσεις των σάκων δεν επηρέασε με τον ίδιο τρόπο τη γονιμότητα. Η θερμοκρασία αν και δεν επηρέασε τη γονιμότητα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των εμβρύων, τόσο όσον αφορά στην ταχύτητα της ανάπτυξης και το μέγεθος των εμβρύων όσο και στην ανάπτυξη παραμορφώσεων. Από το συνδυασμό των αποτελεσμάτων των δύο τελευταίων ενοτήτων προκύπτει ότι οι τρίτωνες επενδύουν στην παραγωγή πολλών απογόνων, παρέχοντάς τους προστασία τοποθετώντας τα έμβρυα σε προστατευτικούς σάκους τους οποίους συνεχίζουν να προστατεύουν και να περιποιούνται. Ταυτόχρονα, εξασφαλίζουν την ευρεία εξάπλωση των απογόνων τους με την ύπαρξη μιας μακροχρόνιας πελαγικής προνύμφης.Η θερμοκρασία επηρέασε όλα τα μελετημένα στάδια της ζωής των τριτώνων. Οι 20 με 23οC αποτελούν το βέλτιστο θερμοκρασιακό εύρος όσον αφορά τη διατροφή, την αναπαραγωγή και την εμβρυική ανάπτυξη. Αντίθετα η διαβίωση στους 17 οC αποδείχθηκε προβληματική όσον αφορά τη διατροφή, ενώ δεν αποτελεί μέρος του θερμοκρασιακού εύρους στο οποίο αναπαράγονται οι τρίτωνες και οδηγεί στην εμφάνιση μεγάλου ποσοστού παραμορφώσεων κατά την εμβρυική ανάπτυξη (όταν εφαρμόστηκε σε πρώιμο στάδιο της οντογένεσης).