H παρούσα διατριβή εξετάζει την ψηφιακή οικονομία μιας χώρας μέσα από δύο συνιστώσες: Αρχικά, σε μικρο-οικονομικό επίπεδο, από την πλευρά των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα και πιο συγκεκριμένα των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών που αποτελούν έναν σημαντικό κλάδο των επιχειρήσεων ΤΠΕ και στη συνέχεια μακρο-οικονομικά, σε επίπεδο χώρας ή ένωσης χωρών μελετάται η συνεισφορά των επενδύσεων ΤΠΕ στην αύξηση του ΑΕΠ. Επιπλέον, με τη χρήση των ψηφιακών δεικτών που αποτελούν σύγχρονα εργαλεία καταγραφής της ψηφιακής επίδοσης, μελετάται η συνεισφορά της ψηφιακής ανάπτυξης μιας χώρας στην οικονομία της, ενώ παρουσιάζεται μια μεθοδολογία με την οποία προβλέπεται η εξέλιξη της ψηφιακής ανταγωνιστικότητας μιας χώρας.Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μία εισαγωγή στα βασικά ζητήματα που διερευνά η παρούσα διατριβή, αναφέρεται σε θέματα που απασχολούν τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους μετά την απελευθέρωση των αγορών των τηλεπικοινωνιών, όπως επίσης και σε θέματα που αφορούν τη συνεισφορά των ΤΠΕ στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας ή ένωσης χωρών.Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει την αξιολόγηση της παραγωγικότητας των τηλεπικοινωνιακών παρόχων στο χρονικό διάστημα μετά την απελευθέρωση της αγοράς των τηλεπικοινωνιών συμπεριλαμβανομένου και του διαστήματος της οικονομικής κρίσης.Ως μελέτη περίπτωσης χρησιμοποιείται ο μεγαλύτερος τηλεπικοινωνιακός πάροχος στην Ελλάδα αρχικά στον τομέα των σταθερών συνδέσεων, ενώ μελετάται η απόδοση του εν λόγω παρόχου και στη συνέχεια, όταν μετά από ενέργειες συγχώνευσης επεκτάθηκαν οι δραστηριότητες του και στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας.Μέσα από την έρευνα προτείνονται τρόποι για την αξιολόγηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών σε σχέση με το είδος και τις αναλογίες των παραγωγικών και τεχνολογικών συντελεστών που συνδυάζουν στην παροχή των τηλεπικοινωνιακών τους υπηρεσιών, ενώ προτείνονται μέθοδοι για τη μείωση του κόστους αυτών των υπηρεσιών.Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται μία αποτίμηση της συνεισφοράς των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην οικονομική ανάπτυξη σε επίπεδο χωρών/ενώσεων χωρών τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια και ειδικότερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.Με τη χρήση οικονομετρικών μοντέλων υπολογίζεται η επίδραση των ΤΠΕ στην οικονομική ανάπτυξη, ενώ ως μέτρο των οικονομικών επιδόσεων χρησιμοποιείται η μεταβολή του ΑΕΠ. Επιπλέον, η συνεισφορά των επενδύσεων ΤΠΕ στην οικονομία συγκρίνεται με τη συνεισφορά των άλλων παραγωγικών συντελεστών, όπως είναι το μη τεχνολογικό κεφάλαιο και η εργασία και εξάγονται συμπεράσματα ως προς τη σημαντικότητα της συνεισφοράς καθενός από τους παραγωγικούς συντελεστές στα τρία χρονικά διαστήματα: α) συνολικά τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια, όπου συστάθηκε η ΕE-28 και το ευρώ μέσω της Ευρωζώνης επέκτεινε τη χρήση του ως κυρίαρχο νόμισμα β) το υπο-διάστημα πριν την οικονομική κρίση, δηλαδή πριν το 2007 και γ) το υπο-διάστημα (2008 – 2016) της χρηματοπιστωτικής κρίσης για να συγκριθεί κατά πόσο αυτή επηρέασε τη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ΤΠΕ.Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται μία αποτίμηση της συνεισφοράς της ψηφιακής ανταγωνιστικότητας στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας και εκτίμηση της εξέλιξης της τα επόμενα χρόνια μέσω των ψηφιακών δεικτών και των τεχνικών πρόβλεψης.Με τη χρήση τεχνικών παλινδρόμησης, μελετάται αν υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) και της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία μετράται με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μιας χώρας.Στη συνέχεια, προτείνεται μια μεθοδολογία που βασίζεται στη χρήση μοντέλων διάχυσης (diffusion models) με την οποία μπορεί να προβλεφθεί η εξέλιξη των ψηφιακών δεικτών στα επόμενα χρόνια με βάση τα έως τώρα δεδομένα. Η μεθοδολογία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους αναλυτές και τους ιθύνοντες για τη χάραξη της πολιτικής μιας χώρας προκειμένου αυτοί να καθορίσουν τις προτεραιότητες και τους τομείς ανάληψης δράσης.Το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει συνοπτικά τα εξαγόμενα αποτελέσματα από τη συνεισφορά της παρούσας διατριβής τα οποία έχουν ενσωματωθεί στα σχετικά δημοσιευμένα άρθρα.Τέλος, το έκτο κεφάλαιο δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για μελλοντική έρευνα.