Την τελευταία δεκαετία η παγκόσμια έρευνα εκδηλώνει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον σε θέματα γύρω από τα υπαίθρια περιβάλλοντα σε συνάρτηση με τη μάθηση και την ανάπτυξη των παιδιών (Moser & Martinsen 2010, Mannion, Fenwick & Lynch 2013, Christie, Higgins & McLaughlin 2014, Waller et al., 2017), επισημαίνοντας την εκπαιδευτική σημασία των χώρων αυτών και την εγγενή ανάγκη των παιδιών για άμεσες εμπειρίες με το φυσικό τους περιβάλλον. Παράλληλα, έρευνες έχουν αποδείξει πως τα φυσικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία των υπαίθριων χώρων δεν αρκούν αποκλειστικά για την αναβάθμιση αυτών των χώρων σε τόπους μάθησης, καθώς εξίσου σημαντικοί θεωρούνται και οι κοινωνικοί, πολιτισμικοί και προσωπικοί παράγοντες (Γερμανός, 2015).. Οι σύγχρονες ερευνητικές προσεγγίσεις αποδεικνύουν πως σχέση χώρου - μάθησης δεν είναι μια ποσοτική σχέση από την οποία τα καλύτερα περιβάλλοντα μάθησης "παράγουν" καλύτερες διαδικασίες μάθησης (Woolner et al., 2012), και προτείνουν τη δημιουργία υπαίθριων μαθησιακών περιβαλλόντων που θα περιέχουν δυναμικές και ευπροσάρμοστες δυνατότητες για όλη τη σχολική κοινότητα.Η μεγάλη έλλειψη ερευνητικών δεδομένων στην Ελλάδα, σχετικά με: (1) τη μάθηση και το παιχνίδι σε υπαίθρια περιβάλλοντα, (2) το συμμετοχικό σχεδιασμό σε σχολικά περιβάλλοντα και (3) τις συμμετοχικές μεθόδους ως εργαλεία για την παιδαγωγική της ακρόασης και την ερμηνεία των παιδιών δημιουργεί ένα επιτακτικό πεδίο έρευνας στο οποίο έγκειται και η αναγκαιότητα της παρούσας έρευνας,Η παρούσα διατριβή εστιάζει στην παιδαγωγική ποιότητα των υπαίθριων σχολικών χώρων και περιγράφει το σκεπτικό της βελτίωσης τους και των εκπαιδευτικών ευκαιριών που οι χώροι αυτοί προσφέρουν, ως πεδία μάθησης και παιχνιδιού. Διερευνά αρχικά τη προσέγγιση της Μάθησης και του Παιχνιδιού σε Υπαίθρια Περιβάλλοντα (Outdoor Learning and Play), ως νέα έννοια, που απεγκλωβίζει τις διαδικασίες τις μάθησης από τα στενά πλαίσια της σχολικής τάξης και προσαρμόζεται στις ανάγκες της καθημερινής πραγματικότητας της ζωής των παιδιών, αξιοποιώντας τα φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος. Εν συνεχεία, εξετάζει πώς ορισμένοι παράγοντες, όπως είναι η συμμετοχή όλης της σχολικής κοινότητας (παιδιά, εκπαιδευτικοί, γονείς) στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, σχεδιασμού και υλοποίησης αλλαγών, μπορούν να επιδράσουν στην ποιότητα, χρήση, αξιοποίηση και αντίληψη των υπαίθριων περιβαλλόντων του νηπιαγωγείου ως τόπους μάθησης και παιχνιδιού που θα διαπερνούν οριζόντια όλες τις πτυχές της εκπαιδευτικής καθημερινότητας στο νηπιαγωγείο.Η εμπειρική έρευνα διαρθρώνεται σε τρία στάδια εξετάζοντας τα αναδυόμενα ερευνητικά ερωτήματα. Αρχικά μέσω της διεξαγωγής ημι-δομημένων συνεντεύξεων με νηπιαγωγούς μελετήσαμε τις γνώσεις, τις απόψεις, τις εμπειρίες και τις πρακτικές των νηπιαγωγών σχετικά με την οργάνωση, τη χρήση και το ρόλο των υπαίθριων περιβαλλόντων στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Με βάση τα ερευνητικά ερωτήματα που αναδύθηκαν μέσω της ανάλυσης των συνεντεύξεων, προέκυψε η διεξαγωγή του δεύτερου σταδίου της έρευνας που αφορούσε την καταγραφή μηνιαίων ημερολογίων από τους νηπιαγωγούς προσφέροντας τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα σχετικά με τη χρήση των υπαίθριων περιβαλλόντων στην εκπαιδευτική καθημερινότητα. Εν συνεχεία, με γνώμονα τα πορίσματα των δύο πρώτων σταδίων προέκυψε το τρίτο στάδιο της έρευνας που περιλάμβανε τη διεξαγωγή της Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης (ΣΕΔ) σε δύο σχολικές μονάδες. Τα πορίσματα της έρευνας έρχονται να προσθέσουν νέα δεδομένα στην διεθνή τάση της επιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην συνεχή ενδυνάμωση όλων των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία προκειμένου να συμμετάσχουν ενεργά στην διαμόρφωση των περιβαλλόντων μάθησης και παιχνιδιού και των μαθησιακών εμπειριών . Κατά τη διάρκεια της Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης οι συμμετέχοντες (παιδιά, νηπιαγωγούς, γονείς) ενδυναμώθηκαν προκειμένου να διερευνήσουν, να ανακαλύψουν και να διαχειριστούν τις προκλήσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους με αποτέλεσμα να ξεκλειδώσουν αλλαγές τόσο στην (1) οργάνωση και σχεδιασμό των υπαίθριων χώρων του νηπιαγωγείου (αίσθηση ταυτότητας, πολλαπλές ευκαιρίες, ευέλικτες δομές), όσο και στην (2) εκπαιδευτική κουλτούρα (επανεκτίμηση της εκπαιδευτικής αξίας του υπαίθριου παιχνιδιού, κατασκευή μιας βιώσιμης συμμετοχικής κουλτούρας με παιδιά).