Σκοπός: Σκοπός της διατριβής ήταν η διάκριση μεταξύ των φύλων περιβαλλοντικών, κλινικών και βιοχημικών παραγόντων ως προς την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου (ΚΝ) σε επίπεδο πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης. Υλικό και Μέθοδοι: Χρησιμοποιήθηκαν δύο προοπτικές επιδημιολογικές μελέτες, η μελέτη ΑΤΤΙΚΗ [2002-2012, ν=3.042 συμμετέχοντες ελεύθεροι ΚΝ από την ευρήτερη περιοχή της Αττικής (μονοκεντρική μελέτη), ν=1.514 άντρες (46±13 ετών) and ν=1.528 γυναίκες (45±14 ετών)] και η μελέτη GREECS [2004-2014, ν=2.172 διαδοχικοί ασθενείς με διάγνωση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου από έξι καρδιολογικές κλινικές της Ελλάδας (πολυκεντρική μελέτη), ν=1.649 άντρες (65±13 ετών) and ν=523 γυναίκες (62±11 ετών)]. Κατά την έναρξη των μελετών, η αξιολόγηση περιελαμβάνε κοινονικοδημογραφικά, κλινικά, ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά καθώς και χαρακτηριστικά τους τρόπου ζωής αλλά και βιοδείκτες. Ο επανέλεγχος πραγματοποιήθηκε σε ν=2.020 συμμετέχοντες από την μελέτη ΑΤΤΙΚΗ και ν=2.172 συμμετέχοντες από την μελέτη GREECS. Αποτελέσματα: Η 10ετής εμφάνιση 1ου επεισοδίου ΚΝ στην ΑΤΤΙΚΗ ήταν 15,7% (ν=317) [19,7% (ν=198) στους άντρες και 11,7% (ν=119) στις γυναίκες, p<0,001]. Η 10ετής εμφάνιση 2ου ή πολλαπλού επεισοδίου ΚΝ στην GREECS ήταν 37,3% (ν=811) (38,8% στους άντρες και 32,9% στις γυναίκες, p=0,016). Ο λόγος επίπτωσης ΚΝ τόσο στους υγιείς συμμετέχοντες της ΑΤΤΙΚΗ όσο και στους ασθενείς της GREECS ήταν >1 (1,66 έναντι 1,18, p<0,001). Αναδείχθηκαν συσχετίσεις μεταξύ παραγόντων κινδύνου ΚΝ και μακροπρόθεσης πρωτογενούς και δευτερογενούς εμφάνισης της νόσου διαφοροποιημένες μεταξύ αντρών και γυναικών. Αρχικά, η ένταση της σχεσής μεταξύ παραγόντων του τρόπου ζωής και εμφάνισης της νόσου φάνηκε να καθορίζεται από το φύλο. Εστιάζοντας στις διατροφικές συνήθειες, τρόφιμα όπως γαλακτοκομικά και κρέας, συστατικά όπως βιταμίνη D αλλά και το αντιφλεγμονώδες φορτίο της διατροφής συνολικά επηρέαζαν διαφορετικά την εμφάνιση ΚΝ σε άντρες και γυναίκες. Επιπλέον, δύο άτομα με μέτριο έως υψηλό βαθμό συμμόρφωσης στην Μεσογειακή διατροφή φάνηκε να μην προστατεύονται το ίδιο έναντι της νόσου. Συγκεκριμένα, η υψηλή κατανάλωση τροφίμων φυτικής προέλευσης φάνηκε να είναι πιο ευεργετική σε σχέση με τον περιορισμό κατανάλωσης τροφίμων ζωικής προέλευσης. Αυτή η «χορτοφαγική» προσέγγιση φάνηκε να παρατηρείται πιο συχνά στις γυναίκες. Η καταθλιπτική συμπτωματολογία φάνηκε να επηρεάζει περισσότερο τις γυναίκες τόσο σε επίπεδο πρωτογενούς όσο και δευτερογενούς πρόληψης. Επίσης, η σχέση λιπώδους και άλιπης μάζας σώματος με την εμφάνιση ΚΝ φάνηκε να διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο και το επίπεδο πρόληψης. Η μεταβολικά υγιής παχυσαρκία, αναδείχθηκε ως ανεξάρτητος επιβαρυντικός παράγοντας στις γυναίκες οι οποίες και παρουσίασαν μεγαλύτερη πιθανότητα μεταβολής αυτού του προτύπου σε μεταβολικά μη υγιές σε βάθος δεκαετίας. Η μη αλκοολική λιπώδης διήθηση ήπατος προτάθηκε ως ενδιάμεσος μηχανισμός. Κάποιοι βιοδείκτες (π.χ. λιποπρωτεΐνες, απολιποπρωτεΐνες, ουρικό οξύ) φάνηκε να προβλέπουν διαφορετικά τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε άντρες και γυναίκες. Τέλος, αναπτύχθηκε ένα μοντέλο προσoμοίωσης για την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη ΚΝ αναδεικνύοντας την προστατευτική δράση της Μεσογειακής διατροφής σε επίπεδο πληθυσμού ακόμη κι όταν ένα μικρό μέρος αυτού συμμορφωνόταν στο συγκεκριμένο πρότυπο, Τα οφέλη ήταν πιο έντονα στις γυναίκες. Συμπεράσματα: Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των στρατηγικών πρόληψης της ΚΝ σε πρωτογενές και δευτερογενές επίπεδο απαιτείται η αντιμετώπιση των διακρίσεων στον τομέα της υγείας και το φύλο είναι μία από αυτές. Η παρούσα εργασία προτείνει διαφοροποιήσεις μεταξύ των φύλων σε επίπεδο ψυχοκοινωνικών παραγόντων και χαρακτηριστικών του τρόπους ζωής, αναδεικνύει διαφορές στην προβλεπτική και προγνωστική ικανότητα διαφόρων παραγόντων κινδύνου ενώ παρουσιάζει σχετικούς υποκείμενους μηχανισμούς.