Η παρούσα διατριβή αφορά στήν δημοσιονομική πολιτική και στα δημόσια οικονομικά σε δυναμικα μοντέλα γενικής ισορροπίας.Ο στόχος είναι να μελετήσει πώς οι μεταρρυθμίσεις στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που επιλέγεται (δαπάνες φόρων), επηρεάζουν ταμακροοικονομικά μεγέθη (όπως το κατά κεφαλήν εισόδημα, την εξοικονόμηση παραγωγής κλπ) και η κατανομή μεταξύ των διαφόρωνοικονομικές ομάδων. Δεδομένου ότι οι φόροι είναι πάντα στρεβλώτικοί ή / και ότι οι δημόσιες δαπάνεςδεν είναι πάντα ευεργετικές για κάθε εισοδηματική ομάδα, το βασικό θέμα αυτής της διατριβής είναι να κοιτάξουμε γιατις λιγότερο στρεβλωτικές φορολογικές πολιτικές και / ή Pareto βελτιώσεις και μεταρρυθμίσεις στην μεριά των δαπανών. Στο πλαίσιο αυτό, ηδιατριβή ασχολείται με τρία πολυσυζητημένα θέματα της πολιτικής και ακαδημαϊκής ατζέντας.Πρώτον, η διατριβή ασχολείται με τις συνέπειες της εισαγωγής τελών χρήσης (δίδακτρα) γιαδημόσια αγαθά όπως η δημόσια εκπαίδευση. Αυτό είναι ένα κλασικό ζήτημα στα δημόσια οικονομικά. Από τη μία πλευρά τα τέλη χρήσης λειτουργούν ως μηχανισμός που αποκαλύπτει τις προτιμήσεις για ένα συγκεκριμένοαγαθό (για παράδειγμα στη δημόσια εκπαίδευση) και ως ένα επιπλέον εργαλείο δημοσίων εσόδων.Από την άλλη τα τέλη χρήσης συχνά θεωρεούντε ως "άδικα".Όμως, ισχύει πραγματικά αυτή η περίπτωση; Το δεύτερο θέμα με το οποίο η παρούσα διατριβή ασχολείται με είναι οι επιπτώσηεις των δαπανών δημόσιας εκπαίδευσης μεταξύδιαφορετκών εισοδηματικών ομάδων. Προφανώς η τελευταία απαιτεί τη χρήση ετερογενών μονάδων στην οικονομία (π.χ.καπιταλιστές-εργαζομένους, χαμηλό εισόδημα, υψηλό εισόδημα, ειδικευμένους-ανειδίκευτους). Έτσι, όπως θα εξήγησουμε λεπτομερώς, διακρίνουμε σε ειδικευμένους σε σχέση με τους ανειδίκευτους παράγοντες. Λαμβάνοντας υπ'όψιντα οφέλη από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως αυτές απεικονίζονται στις μισθολογικές διαφορές, σημαντική διαφορές στην κατανομή του πλούτου μεταξύ των ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργαζομένων είναι πιθανόν να βρεθούν. Επιπροσθέτως, είναι γνωστό ότι η αποτελεσματικότητα και η αναδιανεμητικήεπίδρασης των δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών, όπως η δημόσια εκπαίδευση διαφέρουν μεταξύ των εισοδήματικών στρωμάτων(Βλέπε π.χ. ΟΟΣΑ, 2009).Τρίτον, η διατριβή διερευνά τις επιπτώσεις της αποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών με μια πιο λεπτομερήπροσέγγιση. Οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη να επανεξετασθεί η σύνθεσητων δημόσιων δαπανών και των φόρων, ώστε να επιτευχθεί μια πιο αποδοτική και αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων μεσο-μακροπρόθεσμα. Αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνήθως υπάρχει μια ασυμμετρία στηνμοντελοποίηση των δημόσιων δαπανών και μοντελοποίηση των φόρων. Ενώ οι φόροι περιγράφονται από τη λειτουργία τους(π.χ. φόροι επί του εισοδήματος εργασίας, φόροι επί των εισοδημάτων κεφαλαίου και των φόρων κατανάλωσης), οι κατηγορίες των δημοσίων δαπανών συνήθως περιγράφονται ανάλογα με τις οικονομικές τους συναλλαγές(π.χ. των μεταβιβαστικές πληρωμές, δημόσια κατανάλωση, δημόσιες επενδύσεις) και όχι σύμφωνα μετη λειτουργία τους (π.χ. οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία, την υγεία, την εκπαίδευση, την άμυνα και τη δημόσια τάξη,και τα λοιπά). Αλλά, όπως αναγνωρίζεται ευρέως, δεν είναι σαφές τι εννοούμε, για παράδειγμα, με τους όρους δημόσιακατανάλωση ή μεταβιβαστικές πληρωμές. Αυτή η ασυμμετρία αφήνει περιθώρια βελτίωσης, δεδομένου ότι ητο κανάλι - μέσω του οποίου οι αλλαγές στο μείγμα των δημόσιων δαπανών επηρεάζουν τα ιδιωτικά κίνητρα και τα μακροικονομικά μεγέθη - δεν είναι επαρκώς καθορισμένα.