Σε αυτή τη διατριβή μελετήθηκε και προτείνεται ένα πλαίσιο για την ακουστική απόδοση των οπτικών σημάτων που χρησιμοποιούνται στα σχολικά εγχειρίδια, και γενικά σε κάθε δομημένο κείμενο, όπως το διαφορετικό μέγεθος, το βάρος και το στυλ των χαρακτήρων. Τα σήματα γραφής (οι οπτικής φύσης επισημάνσεις), τα οποία προσδιορίζουν τη δομή, την οργάνωση και τα σημαντικά σημεία ενός δομημένου εγγράφου μεταφέρουν πληροφορίες (μεταπληροφορίες) πέραν της σημασίας του κειμένου και επηρεάζουν τη διαδικασία της κατανόησης και της απομνημόνευσης, όταν αυτό παρουσιάζεται οπτικά. Οι προηγούμενες μελέτες στον τομέα της ακουστικής απόδοσης δομημένων κειμένων δεν έχουν γίνει με κάποια συστηματική μέθοδο, η οποία να στηρίζεται στις αρχές της ψυχολογίας, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιληπτικές δυνατότητες, τους περιορισμούς, καθώς και τους γνωσιακούς παράγοντες που επιδρούν κατά την ακουστική απόδοση ενός δομημένου κειμένου. Η επιλογή των ακουστικών χαρακτηριστικών για την απόδοση αυτών των σημάτων με έναν ad hoc τρόπο από τους κατασκευαστές λογισμικών, έχει οδηγήσει μέχρι σήμερα σε μη αποτελεσματικές προσπάθειες. Προκειμένου να δημιουργήσουμε αντιληπτικά αποδεκτές ακουστικές αποδόσεις χρειάστηκε να απαντήσουμε σε δυο ερωτήματα: Πρώτον, αν έπρεπε να αποδώσουμε σε ακουστική μορφή τα οπτικά χαρακτηριστικά ή τις σημασίες που αυτά μεταφέρουν και δεύτερον ποιοι είναι οι κατάλληλοι ήχοι ή τα προσωδιακά χαρακτηριστικά για την ακουστική απόδοση των σημάτων, τα οποία θα είναι εύκολα απομνημονεύσιμα, δεν θα αποσπούν την προσοχή του ακροατή και δεν θα δημιουργούν γνωσιακή υπερφόρτωση. Μια σειρά μελετών σε ελληνικά και αμερικανικά σχολικά εγχειρίδια, καθώς και στους μεγαλύτερους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, οι οποίες θα παρουσιαστούν παρακάτω, έδειξε ότι εκτός από το μέγεθος της γραμματοσειράς, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ως προς τη σημασίες που μεταφέρουν οι διαφορετικού βάρους και στυλ χαρακτήρες. Διερευνήσαμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται αυτά τα χαρακτηριστικά από τους εκδοτικούς οίκους, καθώς επίσης και το είδος των μεταπληροφοριών που προσλαμβάνουν οι αναγνώστες καθώς διαβάζουν ένα δομημένο κείμενο. Από τα αποτελέσματα των ερευνών διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν σαφείς κανόνες και συνέπεια ως προς τη χρήση του διαφορετικού βάρους και στυλ των χαρακτήρων στα κείμενα των σχολικών εγχειριδίων. Δεδομένου, επίσης, ότι σήμερα η τυπογραφία έχει ξεφύγει από τα χέρια των επαγγελματιών, και όποιος διαθέτει ένα προσωπικό υπολογιστή μπορεί να δημοσιεύει κείμενα ή να τα τυπώνει, χρησιμοποιώντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά με όποιον τρόπο επιθυμεί, αποφασίσαμε να αποδώσουμε σε ακουστική μορφή τα οπτικά χαρακτηριστικά και όχι τη σημασία που κάθε φορά μεταφέρουν. Για την ακουστική απόδοση των οπτικών σημάτων γραφής, διερευνήθηκε μέσα από μια σειρά ψυχοακουστικών πειραμάτων και διαπιστώθηκε ότι υπάρχει σχεσιακή ομοιότητα αυτών με χαρακτηριστικά της ομιλίας, όπως η ένταση το τονικό ύψος και ο ρυθμός. Η μέθοδός μας αξιολογήθηκε στη συνέχεια, από δείγμα τυφλών και βλεπόντων μαθητών σε κείμενο σχολικού εγχειριδίου και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ακουστική απόδοση των οπτικών σημάτων γραφής βελτίωσε σημαντικά την κατανόηση και την απομνημόνευση των πληροφοριών που υπήρχαν στο κείμενο, σε αντίθεση με την ακουστική απόδοση του κειμένου της ομάδας ελέγχου, όπου δεν υπήρχε ακουστική απόδοση των σημάτων γραφής.