Εισαγωγή. Η νεφρίτιδα αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα της συνολικής βαρύτητας και πρόγνωσης του παιδιατρικού Συστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου (πΣΕΛ). Η ανεύρεση νέων βιολογικών δεικτών, ειδικών για τη νεφρίτιδα του πΣΕΛ, θα επιτρέψει τη μη επεμβατική εκτίμηση της πορείας της και τη στοχευμένη θεραπεία. Τα επιστημονικά δεδομένα για τους παιδιατρικούς ασθενείς, ιδιαιτέρως για ομοιογενείς καυκάσιους πληθυσμούς, είναι ακόμη ελλειπή. Σκοπός. Να διερευνηθεί η σχέση των αντισωμάτων έναντι των νουκλεοσωμάτων (αντι-NCS) ορού, των αντισωμάτων έναντι της βασικής μεμβράνης του σπειράματος (αντι-GBM) ορού, των αντισωμάτων έναντι του παράγοντα C1q του συμπληρώματος (αντι-C1q) ορού, της πρωτεΐνης High-Mobility Group Box-1 (HMGB1) ορού και ούρων και της Neutrophil Gelatinase-Associated Lipocalin (NGAL) ούρων με: (α) την παρουσία νεφρίτιδας στον πΣΕΛ και (β) με την ενεργότητα του πΣΕΛ και της νεφρίτιδας ειδικότερα, σε έναν αμιγώς καυκάσιο πληθυσμό ασθενών από τη βόρεια Ελλάδα. Υλικό-Μέθοδοι. Ελήφθησαν δείγματα ορού και ούρων από 22 ασθενείς με πΣΕΛ και νεφρίτιδα, 20 ασθενείς με πΣΕΛ χωρίς νεφρίτιδα, 15 ασθενείς με νεφρίτιδα άλλης αυτοάνοσης αιτιολογίας (IgA νεφροπάθεια, νεφρίτιδα πορφύρας Henoch-Schönlein, μεταλοιμώδη νεφρίτιδα ή μεμβρανώδη σπειραματονεφρίτιδα) και 26 υγιείς μάρτυρες. Ο προσδιορισμός των βιολογικών δεικτών έγινε με τη μέθοδο ELISA. Η ενεργότητα του πΣΕΛ και της νεφρίτιδας του πΣΕΛ εκτιμήθηκε με το εργαλείο SLEDAI-2K (Systemic Lupus Erythematosus Disease Activity Index-2000). Αποτελέσματα. Α. Βιολογικοί δείκτες ορού. Τα επίπεδα των αντι-NCS, των αντι-GBM, των αντι-C1q και της HMGB1 βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς με νεφρίτιδα του πΣΕΛ συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες αλλά και συγκριτικά με τους ασθενείς με νεφρίτιδα άλλης αυτοάνοσης αιτιολογίας. Κατά τη σύγκριση των επιπέδων των βιολογικών δεικτών ορού μεταξύ των ασθενών με νεφρίτιδα του πΣΕΛ και των ασθενών με πΣΕΛ χωρίς νεφρίτιδα, τα αντι-NCS, τα αντι-GBM και η HMGB1 παρουσίαζαν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερες τιμές στους ασθενείς με νεφρίτιδα, ενώ για τα αντι-C1q δεν παρατηρήθηκαν στατιστικώς σημαντικές διαφορές. Τα επίπεδα της HMGB1 παρουσίασαν υψηλή θετική συσχέτιση με την ενεργότητα της νεφρίτιδας του πΣΕΛ. Τα επίπεδα της HMGB1 και των αντι-C1q παρουσίασαν μέτρια θετική συσχέτιση με την ενεργότητα του πΣΕΛ συνολικά. Β. Βιολογικοί δείκτες ούρων. Τα επίπεδα της NGAL και της HMGB1 ήταν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερα στους ασθενείς με νεφρίτιδα του πΣΕΛ συγκριτικά με τους ασθενείς με πΣΕΛ χωρίς νεφρίτιδα. Επιπλέον, τα επίπεδα της NGAL παρουσίασαν μέτρια θετική συσχέτιση και τα επίπεδα της HMGB1 υψηλή θετική συσχέτιση με την ενεργότητα της νεφρίτιδας του πΣΕΛ. Συμπεράσματα. Σε αυτόν τον ομοιογενή πληθυσμό Καυκάσιων ασθενών με πΣΕΛ, τα αντι-NCS, τα αντι-GBM, η HMGB1 ορού και ούρων και η NGAL ούρων προέκυψαν ως πιθανοί χρήσιμοι βιολογικοί δείκτες, ενδεικτικοί της νεφρικής προσβολής. Επιπλέον, τα αντι-NCS, τα αντι-GBM και η HMGB1 ορού δεν φαίνεται να παρουσιάζουν αύξηση σε νεφρίτιδες άλλης αυτοάνοσης αιτιολογίας. Η HMGB1 ορού και ούρων και η NGAL ούρων προέκυψαν ως πιθανοί χρήσιμοι βιολογικοί δείκτες παρακολούθησης της ενεργότητας της νεφρίτιδας του πΣΕΛ. Τα αντι-C1q και η HMGB1 ορού προέκυψαν ως πιθανοί χρήσιμοι βιολογικοί δείκτες παρακολούθησης της ενεργότητας του πΣΕΛ συνολικά.