Υπάρχουν πολυάριθμες μελέτες για τα ελλείμματα αισθητηριακής επεξεργασίας στη σχιζοφρένεια, ιδιαίτερα ακουστικής επεξεργασίας. Η πρόσφατη ευρωπαϊκή επικρατούσα άποψη όρισε τη Διαταραχή Ακουστικής Επεξεργασίας (ΔΑΕ) ως ένα συγκεκριμένο έλλειμμα στην επεξεργασία της ακουστικής πληροφορίας στο κεντρικό νευρικό σύστημα, που περιλαμβάνει «από κάτω προς τα πάνω» και «από πάνω προς τα κάτω» νευρική συνδεσιμότητα. Οι περισσότερες μελέτες έδειξαν πως οι ασθενείς με σχιζοφρένεια παρουσιάζουν ακουστικά ελλείμματα. Μόνο δύο μελέτες όμως εκτίμησαν την παρουσία ΔΑΕ με ολοκληρωμένη συστοιχία ψυχοακουστικών δοκιμασιών, δείχνοντας πως η επίδοση των ασθενών στις διαφορετικές δοκιμασίες ήταν ετερογενής. Υπάρχουν επίσης δημοσιεύσεις διχωτικής ακοής, αντίληψης ομιλίας και χρονικής επεξεργασίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ασθενείς είχαν χειρότερη επίδοση από αυτή των υγιών. Επίσης, σημαντικές συσχετίσεις αποκαλύφθηκαν μεταξύ κλινικών συμπτωμάτων και ακουστικής επεξεργασίας. Η σχέση των ακουστικών ελλειμμάτων με τη διαταραχή στη ροή της σκέψης δεν έχει διερευνηθεί στο παρελθόν. Η υπόθεση ότι τα ελλείμματα ακουστικής επεξεργασίας μπορεί να σχετίζονται με τη διαταραχή στη ροή της σκέψης στη σχιζοφρένεια στηρίζεται από νευροαπεικονιστικές μελέτες και μελέτες λειτουργικής απεικόνισης. Ακόμα, παρότι η ακουστική επεξεργασία και οι γνωστικές λειτουργίες είναι δυο σχετιζόμενα και αλληλεπικαλυπτόμενα πεδία, δεν υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες που να διερευνούν αυτή τη συσχέτιση. Στην παρούσα μελέτη, 50 ασθενείς με σχιζοφρένεια και 25 υγιείς μάρτυρες ολοκλήρωσαν μια συστοιχία τριών δοκιμασιών ακουστικής επεξεργασίας (Dichotic Digits, Speech-in-Babble και Gaps-In-Noise) και μια συστοιχία τεσσάρων νευροψυχολογικών δοκιμασιών (Verbal Fluency, Digit Span, Stroop test, Trail-Making Test). Η Κλίμακα Θετικού και Αρνητικού Συνδρόμου (PANSS) και η κλίμακα Σκέψης, Γλώσσας και Επικοινωνίας (TLC) χορηγήθηκαν για την εκτίμηση των κλινικών συμπτωμάτων. Η ομάδα των ασθενών χωρίστηκε σε δύο υποομάδες, ανάλογα με τη βαρύτητα της διαταραχής στη ροή της σκέψης. Εκτιμήθηκε η επίδοση στις ψυχοακουστικές δοκιμασίες όλων των ομάδων και υποομάδων. Διερευνήθηκε η ύπαρξη συσχετίσεων μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών (βαθμολογίες TLC, βαθμολογίες PANSS, επιδόσεις στις νευροψυχολογικές δοκιμασίες) και των εξαρτημένων μεταβλητών (επιδόσεις στις ψυχοακουστικές δοκιμασίες). Οι περισσότεροι ασθενείς, ιδίως αυτοί με διαταραχή στη ροή της σκέψης, είχαν ακουστικά ελλείμματα που μπορούν να ταξινομηθούν ως ΔΑΕ. Οι ασθενείς παρουσίασαν χειρότερη επίδοση από τους υγιείς και οι ασθενείς με σημαντική διαταραχή στη ροή της σκέψης παρουσίασαν χειρότερη επίδοση από αυτούς χωρίς σημαντική διαταραχή στη ροή της σκέψης, σε όλες τις δοκιμασίες. Η συνολική βαρύτητα της διαταραχής στη ροή της σκέψης και παράγοντες αυτής, άλλα κλινικά συμπτώματα και κατηγορίες συμπτωμάτων, όπως και η νευρογνωσιακή έκπτωση συσχετίστηκαν με την επίδοση στις ψυχοακουστικές δοκιμασίες. Η παρουσία της ΔΑΕ επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά στη σχιζοφρένεια. Η παρούσα είναι η πρώτη μελέτη ακουστικής επεξεργασίας στη σχιζοφρένεια που έδωσε έμφαση στη διαταραχή στη ροή της σκέψης, ενώ η νευρογνωσιακή έκπτωση συσχετίστηκε ξεκάθαρα με τα ακουστικά ελλείμματα των ασθενών. Προκύπτει η ανάγκη περαιτέρω έρευνας στο πεδίο, για να αναπτυχθούν οι διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς με ψύχωση. Υπάρχουν σημαντικές κλινικές προεκτάσεις για μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις όπως η ακουστική εκπαίδευση, με σκοπό τη βελτίωση της ακουστικής επεξεργασίας, των γνωστικών λειτουργιών και της λειτουργικότητας των ασθενών με σχιζοφρένεια. Επίσης, η επίδοση στις δοκιμασίες ακουστικής επεξεργασίας θα μπορούσε να δοκιμαστεί ως προγνωστικός δείκτης της μετάβασης στην ψύχωση σε άτομα υψηλού κλινικού ρίσκου.