Τα σύγχρονα σχήματα συνδυασμένης αντιρετροϊκής αγωγής μειώνουν τη νοσηρότητα και τη θνητότητα από την HIV λοίμωξη επιτυγχάνοντας την καταστολή του πολλαπλασιασμού του ιού, ο οποίος καθίσταται μη ανιχνεύσιμος στο πλάσμα. Η εμμένουσα μεταγραφική δραστηριότητα του ιού μπορεί να υποδεικνύει υπολειπόμενο ιικό πολλαπλασιασμό, ο οποίος όμως δεν φτάνει σε επίπεδα τέτοια ώστε ο ιός να καταστεί ανιχνεύσιμος στο πλάσμα. Πρωτεΐνες-μεταφορείς της υπεροικογένειας ABC όπως η P-γλυκοπρωτεΐνη και η πρωτεΐνη πολυφαρμακευτικής ανθεκτικότητας-1 (MRP1) είναι δυνατό να επηρεάζουν τα ενδοκυττάρια επίπεδα των αντιρετροϊκών με συνέπειες για τον υπολειπόμενο πολλαπλασιασμό του ιού. Πραγματοποιήσαμε μια προοπτική μελέτη με κεντρική υπόθεση ότι σε ιολογικά κατεσταλμένους HIV ασθενείς υπό αντιρετροϊκή αγωγή, υψηλότερα επίπεδα μεταγραφικής δραστηριότητας των ABC μεταφορέων σε περιφερικά μονοπύρηνα συσχετίζονται με εμμένουσα μεταγραφική δραστηριότητα του ιού. Επικεντρωθήκαμε σε έναν ομοιογενή πληθυσμό ιολογικά κατεσταλμένων HIV ασθενών υπό δυο σχήματα αντιρετροϊκής αγωγής πρώτης γραμμής για τουλάχιστον ένα έτος: εφαβιρένζη ή αταζαναβίρη/ριτοναβίρη συνδυασμένες με εμτρισιταμπίνη και τενοφοβίρη. Οι ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη έμειναν υπό παρακολούθηση για ένα έτος. Στα δείγματα των ασθενών πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονος προσδιορισμός κυτταρικών υποπληθυσμών με ανοσοφαινότυπο/ υβριδισμό in situ προκειμένου να ανιχνευθεί η εμμένουσα μεταγραφική δραστηριότητα (HIVpt) του ιού σε CD4 T-λεμφοκύτταρα και στον υποπληθυσμό των CD4CD45RO T-λεμφοκυττάρων. Επιπλέον, εκτιμήθηκαν διαφορές στην μεταγραφική δραστηριότητα των αντλιών εκροής P-γλυκοπρωτεΐνη και MRP1 με την τεχνική της αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης πραγματικού χρόνου. Μονοπαραγοντικά μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης χρησιμοποιήθηκαν για να προσδιοριστούν παράγοντες κινδύνου για ανίχνευση εμμένουσας μεταγραφικής δραστηριότητας του ιού. Για τη σύγκριση των επιπέδων έκφρασης των ABC μεταφορέων μεταξύ των διαφορετικών ομάδων ασθενών χρησιμοποιήθηκε ο αλγόριθμος ΔΔCq. Συνολικά, 51 ασθενείς εντάχθηκαν στη μελέτη μας. Στον πληθυσμό των CD4 T λεμφοκυττάρων, εμμένουσα μεταγραφική δραστηριότητα εντοπίστηκε σε 13/30 ασθενείς υπό εφαβιρένζη έναντι 10/21 υπό αταζαναβίρη. Στον πληθυσμό των CD4CD45RO T-λεμφοκυττάρων, εμμένουσα μεταγραφική δραστηριότητα εντοπίστηκε σε 14/30 ασθενείς υπό εφαβιρένζη έναντι 15/21 υπό αταζαναβίρη. Παρατηρήθηκε μια τάση για συσχέτιση μεταξύ του κινδύνου για εμμένουσα HIV μεταγραφική δραστηριότητα και την αταζαναβίρη στον CD4CD45RO T-λεμφοκυτταρικό πληθυσμό (OR 2.86, 95% διάστημα εμπιστοσύνης 0.87–9.37, p = 0.083). Η παρουσία εμμένουσας μεταγραφικής δραστηριότητας δε συσχετίστηκε με απώλεια ιολογικής καταστολής ή με μείωση των CD4 Τ-λεμφοκυττάρων. Δεν διαπιστώθηκε διαφορά στα επίπεδα της μεταγραφικής δραστηριότητας της P-γλυκοπρωτεΐνης και της MRP1 μεταξύ των δύο θεραπευτικών σχημάτων. Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκαν στοιχεία διαφορικής έκφρασης της P-γλυκοπρωτεΐνης και της MRP1 σε ασθενείς με HIVpt έναντι αυτών χωρίς HIVpt, τόσο συνολικά (p=0.548 για την P-γλυκοπρωτεΐνη και p=0.409 για την MRP1 για τον πληθυσμό των CD4 κυττάρων, p=0.117 για την P- γλυκοπρωτεΐνη, p=0.611 για την MRP1 για τον πληθυσμό των CD4CD45RO κυττάρων), όσο και στις δύο υποομάδες, ανάλογα με το σχήμα της θεραπείας. Συμπερασματικά, η εμμένουσα μεταγραφική δραστηριότητα του ιού δεν είναι συζευγμένη με την ιολογική καταστολή στο πλάσμα, ενώ δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση με κλινικά, ανοσολογικά και ιολογικά χαρακτηριστικά κατά την παρακολούθηση της κοόρτης. Τα επίπεδα της μεταγραφικής δραστηριότητας των ABC μεταφορέων στα PBMCs ήταν ανεξάρτητα του σχήματος της θεραπείας. Τα δεδομένα μας δεν υποστηρίζουν την υπόθεση ότι αυξημένα επίπεδα μεταγραφικής δραστηριότητας των μεταφορέων οδηγούν σε ενισχυμένη μεταγραφική δραστηριότητα του ιού σε ασθενείς υπό αντιρετροϊκή αγωγή με τα δύο σχήματα που μελετήθηκαν.