Οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με την έμφυτη ικανότητα να παράγουν ρυθμικές εκφράσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν τις προθέσεις και τα συναισθήματά τους, και να εναρμονίζουν τη ρυθμική συμπεριφορά τους με αυτή ενός άλλου ατόμου. Οι αρμονικές αλληλεπιδράσεις βρέφους - μητέρας χαρακτηρίζονται από ρυθμικότητα στις μεταξύ τους συμπεριφορές, η οποία αφορά σε συγχρονισμένες δράσεις, υψηλά επίπεδα θετικού συναισθήματος και εκτεταμένα διαστήματα προσοχής. Μελέτες σε παιδιά με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) έχουν δείξει ότι τα πρότυπα των εκφράσεών τους διαφέρουν από των τυπικά αναπτυσσόμενων (ΤΑ), καθώς δυσκολεύονται να εναρμονιστούν με τις εκφράσεις του επικοινωνιακού τους συντρόφου και επιδεικνύουν ελλειμματική ανταπόκριση στις δράσεις της μητέρας. Ωστόσο, ο περιορισμένος αριθμός ερευνών, σχετικά με τα ρυθμικά πρότυπα συμπεριφοράς παιδιών με ΔΑΦ, καθιστά αναγκαία την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η συγκριτική μελέτη ρυθμικών προτύπων συμπεριφοράς παιδιών με ΔΑΦ και Τυπικά Αναπτυσσόμενων, εξετάζοντας μία ποικιλία από μορφές έκφρασης (βλέμμα, χειρονομίες, συναίσθημα). Απώτερος στόχος ήταν η ανάδειξη αντιπροσωπευτικών ρυθμικών μοτίβων και η χρήση τους ως μέσο πρώιμης ανίχνευσης της ΔΑΦ. Οι ερευνητικές υποθέσεις αφορούν στην αξιολόγηση του ρυθμικού συντονισμού της δυάδας μητέρας-παιδιού, στη διερεύνηση της πρωτοβουλίας και της ανταπόκρισης των παιδιών στις προσκλήσεις της μητέρας για αλληλεπίδραση, στη συναισθηματική εναρμόνιση και στον βλεμματικό συντονισμό των συντρόφων, καθώς και στην αξιολόγηση της επικοινωνιακής τους πρόθεσης. Στην έρευνα συμμετείχαν δέκα παιδιά με ΔΑΦ και δέκα ΤΑ, αντιστοιχισμένα ως προς τη νοητική τους ηλικία. Τα παιδιά μαγνητοσκοπήθηκαν σε νατουραλιστικές συνθήκες παιχνιδιού με τη μητέρα τους. Ως μέθοδος χρησιμοποιήθηκε η μικροανάλυση και κατασκευάστηκε ένα πρωτότυπο σύστημα κωδικοποίησης για την επισημείωση των μαγνητοσκοπήσεων. Οι αναλύσεις επικεντρώθηκαν σε δύο κύριους άξονες• έναν ποιοτικό, που σκοπό είχε να παρουσιάσει το διαφορετικό ρυθμικό μοτίβο των συμπεριφορών που εκδηλώνουν οι δύο ομάδες κατά την αλληλεπίδρασή τους και τον βαθμό της εμπροθεσιμότητας τους για συνεργατική επικοινωνία, και έναν ποσοτικό, που εστίαζε στη διάρκεια των συμπεριφορών και αποσκοπούσε να αναδείξει τις κυρίαρχες δράσεις της κάθε ομάδας.Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι δύο ομάδες παιδιών (ΔΑΦ και ΤΑ) εκδηλώνουν ένα διαφορετικό ρυθμικό μοτίβο συμπεριφορών κατά την αλληλεπίδραση με τη μητέρα τους. Εν αντιθέσει με τα ΤΑ παιδιά, τα παιδιά με ΔΑΦ σπάνια αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να προσκαλέσουν τη μητέρα τους σε αλληλεπίδραση και δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις δικές της προσκλήσεις. Επίσης, χρησιμοποιούν απλούστερες μορφές δράσης και το διάστημα της κοινής τους δράσης είναι αρκετά μειωμένο. Παρατηρήθηκε ότι στα παιδιά με ΔΑΦ κυριαρχεί ένα σχετικά άτυπο ρυθμικό μοτίβο στο οποίο υπάρχουν παρατεταμένα διαστήματα μοναχικής ενασχόλησης και περιορισμένη εναλλαγή δράσεων. Αντίθετα, στα ΤΑ παιδιά, διαμορφώνεται ένα πιο σύνθετο μοτίβο με περισσότερες και γρηγορότερες εναλλαγές στις δράσεις, στο οποίο κυριαρχεί η ενεργητική εμπλοκή του παιδιού στην αλληλεπίδραση, καθώς υπερισχύουν ο αλληλοσυντονισμός της προσοχής και το λειτουργικό παιχνίδι. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας ερμηνεύτηκαν με βάση την αναπτυξιακή Θεωρία της Έμφυτης Διυποκειμενικότητας, σύμφωνα με την οποία στην περίπτωση της ΔΑΦ υπάρχει ελλειμματικό κίνητρο για διυποκειμενική επικοινωνία, το οποίο ευθύνεται για την αποκλίνουσα ρυθμική αλληλεπίδραση που τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν.