Οι μεταρρυθμίσεις και η άσκηση οικονομικής πολιτικής υπήρξαν τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της επιστημονικής έρευνας, τα αποτελέσματα της οποίας είναι χρήσιμα για τους φορείς χάραξης πολιτικής και τις κυβερνήσεις σ’ όλο τον κόσμο. Επιπλέον, αποτελούν πρώτη προτεραιότητα μετά την πρόσφατη οικονομική κρίση του 2008, ειδικά για την Ευρώπη. Γνωρίζουμε ότι σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, και κυρίως την ηπειρωτική Ευρώπη, ατέλειες των αγορών επηρεάζουν σημαντικά τα αποτελέσματα και τον μηχανισμό μετάβασης των εφαρμοζόμενων μέτρων οικονομικής πολιτικής. Στο ανωτέρω πλαίσιο, συχνά θεωρητικές μελέτες δεν τονίζουν τα διανεμητικά ζητήματα που προκύπτουν από τα διάφορα μέτρα πολιτικής. Πιθανές επεκτάσεις της παραπάνω βιβλιογραφίας υπήρξαν το βασικό κίνητρο αυτής της διατριβής. Πιο συγκεκριμένα, η διατριβή μελετά τις ατέλειες των αγορών και την οικονομική πολιτική. Αναλύει τόσο τις διαρθρωτικές όσο και τις δημοσιονομικές πολιτικές σε οικονομίες με ατελώς ανταγωνιστικές αγορές προϊόντων και εργασίας, στο πλαίσιο δυναμικών (στοχαστικών) υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας. Χρησιμοποιούμε πρότυπες αριθμητικές μεθόδους από την πρόσφατη βιβλιογραφία για να λύσουμε, να διαμετρήσουμε (calibrate) και να προσομοιώσουμε τα υποδείγματα αυτά. Η μελέτη διαρθρώνεται ως εξής. Στο Κεφάλαιο 1 παρουσιάζεται μια επισκόπηση των κύριων υποδειγμάτων της βιβλιογραφίας για τις εργατικές ενώσεις. Το υπόδειγμα που χρησιμοποιείται για την ανάλυση είναι ένα υπόδειγμα γενικής ισορροπίας με ετερογενείς οικονομικές μονάδες (επιχειρηματίες και εργαζόμενοι) και ατελώς ανταγωνιστικές αγορές προϊόντων και εργασίας.Κεφάλαιο 2 μελετά τις επιπτώσεις της απελευθέρωσης των αγορών προϊόντων και εργασίας. Μελετάμε τόσο τις επιπτώσεις σε όρους αποτελεσματικότητας όσο και διανομής. Ο συνδυασμός της μονοπωλιακής δύναμης στην αγορά του προϊόντος με την ετερογένεια των οικονομικών μονάδων επηρεάζει την πολιτική σκοπιμότητα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το μοντέλο επιλύεται αριθμητικά, δίνοντας τιμές τις παραμέτρους και τις δημοσιονομικές μεταβλητές που χαρακτηρίζουν τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Κεφάλαιο 3 εξετάζει τις ποσοτικές μακροοικονομικές συνέπειες των φορολογικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρωζώνη, με τη βοήθεια ενός δυναμικού υποδείγματος γενικής ισορροπίας με ετερογενείς οικονομικές μονάδες και ατελώς ανταγωνιστικές αγορές προϊόντων και εργασίας, εμπλουτισμένο με ένα σχετικά πλούσιο δημόσιο τομέα. Συμβάλλει στη βιβλιογραφία σχετικά με τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων της δημοσιονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, αναλύει τις επιπτώσεις: (i) των αλλαγών στη σύνθεση των φορολογικών συντελεστών και (ii) των αλλαγών στις δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες αντισταθμίζονται με τη μεταβολή σε έναν από τους στρεβλωτικούς φορολογικούς συντελεστές. Μελετάται πώς οι μεταρρυθμίσεις αυτές επηρεάζουν την οικονομία τόσο σε μακροπρόθεσμη βάση όσο και κατά τη μετάβαση στη νέα σταθερή κατάσταση μετά τη μεταρρύθμιση. Παρέχεται, επίσης, μια ποιοτική αξιολόγηση των επιπτώσεων στην κοινωνική ευημερία που συνεπάγονται οι παραπάνω πολιτικές. Κεφάλαιο 4 βασίζεται στην έρευνα που έγινε από τον Maffezzoli (2001) και μελετά δύο υποδείγματα: (i) ένα βαλρασιανό υπόδειγμα με μη διαχωρίσιμη αγορά εργασία και ενδογενής ανάπτυξης, μέσω μιας απλής διαδικασίας μάθησης μέσα από την πράξη, και (ii) ένα μη βαρλασιανό δυναμικό στοχαστικό υπόδειγμα γενικής ισορροπίας με αδιαίρετη εργασία και ενδογενής ανάπτυξη, όπου η ανεργία δημιουργείται από την ύπαρξη μονοπωλιακών ενώσεων. Το βασικό ερώτημα είναι αν το μοντέλο με τα μη-βαρλασιανά χαρακτηριστικά, παρουσιάζει συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με το ανταγωνιστικό, στην εξήγηση των οικονομικών κύκλων της ελληνικής οικονομίας.