Η οικονομική μεγέθυνση παίζει σημαντικό ρόλο στην επιστήμη των οικονομικών ενώ παράλληλα αποτελεί σημαντικό οικονομικό στόχο για τις περισσότερες οικονομίες. Οι πιο σημαντικές κατευθύνσεις στην εμπειρική προσέγγιση της οικονομικής μεγέθυνσης αφορούν τη διερεύνηση σχέσεων πιθανών παραγόντων και της οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς και την έρευνα ύπαρξης οικονομικής σύγκλισης. Η διατριβή εμπεριέχει βιβλιογραφική επισκόπηση των θεμάτων αυτών, των υποκείμενων θεωριών και των σχετικών οικονομετρικών μεθοδολογιών για δεδομένα πάνελ. Ο σκοπός της διατριβής είναι να διερευνήσει πως η χρήση διαφορετικών οικονομετρικών μεθοδολογιών, κρατώντας το δείγμα σταθερό, επιδρά στα αποτελέσματα της έρευνας. Η εμπειρική ανάλυση ξεκινάει με την εξέταση σχέσεων αλληλεπίδρασης αξιοποιώντας δημοφιλείς μεθοδολογίες, οι οποίες έχουν εδραιωθεί ως οι βασικές μεθοδολογίες και δίνουν τη πληροφόρηση για το εάν υπάρχει ή όχι σχέση μεταξύ δύο παραγόντων, και κάποιες την κατεύθυνση αυτής, καθώς και μεθοδολογίες που επιπλέον επιτρέπουν την ποσοτικοποίηση μίας τέτοιας σχέσης. Η εφαρμογή χρησιμοποιεί τον παράγοντα των στρατιωτικών δαπανών, για τον οποίο η τωρινή βιβλιογραφία δίνει ασαφή εικόνα της σχετικής αιτιότητας, με συχνά αντικρουόμενες ενδείξεις. Η έρευνα καλύπτει 138 χώρες, κατά την περίοδο 1988-2013, χωρίς να επιβάλλει παραδοχές σχετικά με τους θεωρητικούς διαύλους επιρροής και την κατεύθυνση αυτών, καθώς συχνά απαιτούν δεσμευτικές υποθέσεις. Η ανάλυση δείχνει μια ανομοιομορφία στα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις διαφορετικές μεθοδολογίες, η οποία δε μπορεί να συνδεθεί με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό των χωρών του δείγματος. Πιο συγκεκριμένα, στη σχέση της οικονομικής μεγέθυνσης με τις στρατιωτικές δαπάνες, αιτιότητα από αυτές προς την οικονομική μεγέθυνση φαίνεται μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες (θετική μακροχρόνια), ενώ από την οικονομική μεγέθυνση προς τις στρατιωτικές δαπάνες, φαίνεται να υπάρχει θετική επίδραση για όλες τις ομάδες χωρών, εκτός από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Επιπλέον, η αλληλεπίδραση ήταν πιο έντονη πριν από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η εμπειρική ανάλυση συνεχίζει με την εξέταση τριών μεθοδολογιών εξέτασης οικονομικής σύγκλισης, οι οποίες υποθέτουν ντετερμινιστική, στοχαστική ή συνδυαστική τάση στα δεδομένα, και επιτρέπουν ελέγχους σύγκλισης ανά ομάδες, οι οποίες είτε ορίζονται από το χρήστη είτε ενδογενώς από τα δεδομένα. Το δείγμα αποτελείται από οικονομίες χωρών που έχουν αναλυθεί ελάχιστα μέχρι σήμερα, με ασαφή αποτελέσματα, και πιο συγκεκριμένα, προσδιορίζονται ως οι πλουσιότερες οικονομίες παγκοσμίως. Όλες οι μέθοδοι συμφωνούν ότι η ομάδα των πλουσιότερων παγκοσμίως οικονομιών συμμετέχει σε μια συνεχιζόμενη διαδικασία σύγκλισης, αν και η χρηματοπιστωτική κρίση την έχει διαταράξει. Οι ενδείξεις οικονομικής σύγκλισης τείνουν να εξασθενούν όταν η υπόθεση της ντετερμινιστικής υποκείμενης τάσης εμπλουτίζεται με μια στοχαστική τάση και τελικά εγκαταλείπεται. Συμπερασματικά, η διερεύνηση των σχετικών οικονομετρικών μεθοδολογιών για τη μελέτη θεμάτων της οικονομικής μεγέθυνσης υποδεικνύει τη σημαντικότητα των θεωρητικών υποθέσεων, και των αντίστοιχων οικονομετρικών μεθοδολογιών, επηρεάζουν καθοριστικά τα αποτελέσματα. Προτείνεται ένας νέος δείκτης για την ανάλυση των αποτελεσμάτων στοχαστικής σύγκλισης. Τέλος, η επιλογή των οικονομετρικών μεθοδολογιών δεν πρέπει να επισκιάζεται από τη δημοφιλία, αλλά απαιτείται η εμπεριστατωμένη επιλογή καθώς και ο μη περιορισμός της εμπειρικής ανάλυσης σε μόνο μία μεθοδολογική προσέγγιση.