Η ύπαρξη μαθησιακών δυσκολιών στους μαθητές, δεν συνδέεται μόνο με την ακαδημαϊκή τους επίδοση, αλλά επιδρά συνολικότερα στη ζωή τους, επηρεάζοντας την ψυχική και κοινωνική ανάπτυξή τους. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στη μελέτη των ψυχικών παραμέτρων και των κοινωνικών δεξιοτήτων που επηρεάζουν την προσαρμογή των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Σε αυτή συμμετέχουν 122 μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες και 122 χωρίς μαθησιακές δυσκολίες, ηλικίας 7~10 ετών. Αναφορικά με τις μαθησιακές δυσκολίες, περιορίζει το ερευνητικό της πλαίσιο στην αναγνωστική ικανότητα των μαθητών, την οποία αξιολογεί με το Τεστ της Αναγνωστικής Ικανότητας (Τάφα, 1995). Όσον αφορά στις ψυχικές παραμέτρους επικεντρώνεται στην έρευνα της αυτοαντίληψης-αυτοεκτίμησης, της μοναξιάς-κοινωνική δυσαρέσκειας, στα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης και μέσω αυτών μελετά και τις κοινωνικές τους δεξιότητες. Τα αντίστοιχα εργαλεία διερεύνησης που χρησιμοποιούνται είναι τα τεστ «Πώς Αντιλαμβάνομαι Τον Εαυτό Μου I, ΙΙ» (Μπότσαρη, 2001), το «Ερωτηματολόγιο Μοναξιάς και Κοινωνικής Δυσαρέσκειας των Παιδιών», (Loneliness and Social Dissatisfaction Questionnaire) των Asher, Hymel και Renshaw (1984), στην ελληνική του προσαρμογή (Galanaki & Kalantzi–Azizi, 1999) και η «Κλίμακα Καταγραφής της Παιδικής Κατάθλιψης» C.D.I (Children’s Depression Invetory) της Kovacs (1992), στην ελληνική προσαρμογή (Γρηγοριάδου, 1999). Από τον έλεγχο συνάφειας διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε πως η αναγνωστική ικανότητα συσχετίζεται αρνητικά με τη «μοναξιά», την «κοινωνική δυσαρέσκεια» και τα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης και θετικά με όλους τους επιμέρους τομείς της αυτοαντίληψης, οι οποίοι με τη σειρά τους συσχετίζονται αρνητικά με τη «μοναξιά», την «κοινωνική δυσαρέσκεια» και με τα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης (όλα τα p<0,05). Εν συνεχεία τα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης συσχετίζονται θετικά με τη «μοναξιά» και την «κοινωνική δυσαρέσκεια» (όλα τα p<0,05). Δεν αναδεικνύεται καμία συσχέτιση μεταξύ της μεταβλητής «φύλο» με τις επιμέρους παραμέτρους. Αντίθετα διαπιστώνονται αρνητικές συσχετίσεις μεταξύ υποκλιμάκων της αυτοαντίληψης με την ηλικία (όλα τα p<0,05). Στη συνέχεια από τη διαφοροποίηση των μέσων όρων και μέσων τιμών διαπιστώνεται ότι οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, ανάμεσα στους οποίους τα αγόρια κατέχουν τα πρωτεία, έχουν χαμηλότερη αναγνωστική ικανότητα, χαμηλότερα επίπεδα αυτοαντίληψης και υψηλότερα επίπεδα «μοναξιάς», «κοινωνικής δυσαρέσκειας» και συμπτωμάτων παιδικής κατάθλιψης, σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (όλα τα p<0,05). Επιπλέον διαπιστώνεται πως οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες έχουν χαμηλότερη βαθμολογική επίδοση στη «Γλώσσα», στα «Μαθηματικά» και στο γενικό βαθμολογικό μέσο όρο, η οποία φαίνεται πως συνδέεται με χαμηλότερες μέσες τιμές στην αναγνωστική ικανότητα και στην αυτοαντίληψη και υψηλότερες μέσες τιμές στη «μοναξιά», την «κοινωνική δυσαρέσκεια» και τα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης (όλα τα p<0,05). Τέλος διαπιστώνεται πως οι περισσότεροι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες έχουν γονείς που είναι άνεργοι και είναι ως επί τω πλείστον απόφοιτοι των κατώτερων βαθμίδων εκπαίδευσης γεγονός που συνδέεται με χαμηλότερες τιμές στην αναγνωστική ικανότητα και στην αυτοαντίληψη και υψηλότερες τιμές στη «μοναξιά», στην «κοινωνική δυσαρέσκεια» και στα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης (όλα τα p<0,05). Τα ευρήματα συμβαδίζουν σε μεγάλο βαθμό με ανάλογες έρευνες και συμβάλλουν σημαντικά στην βαθύτερη κατανόηση των ψυχοκοινωνικών δυσκολιών των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες κατά την προσαρμογή τους στο σχολικό περιβάλλον, θέτοντας προβληματισμούς για την αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας που ακολουθείται μέχρι τώρα στο σχολικό πλαίσιο.