Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η ανάπτυξη τεχνικών χαρτογράφησης και εντοπισμού των θερμών θέσεων βιοποικιλότητας σε δασικά περιβάλλοντα. Η μέθοδος που αναπτύσσεται βασίζεται στη χρήση δεικτών βιοποικιλότητας και εξειδικευμένων μοντέλων πρόβλεψης καταλληλότητας (suitability mapping), με αξιοποίηση των δυνατοτήτων των προγραμμάτων γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών. Καθώς είναι αδύνατο να καταγραφούν όλα τα είδη ενός δάσους, απαιτείται η επιλογή κατάλληλων δεικτών οι οποίοι θα μπορέσουν να υποδείξουν τις θέσεις εκείνες όπου καλύπτονται οι ανάγκες ενός ικανού αριθμού των ειδών της βιοποικιλότητας που αναμένεται να εντοπίσουμε σε μια περιοχή. Παρόμοια, οι πληροφορίες που αφορούν στους δείκτες της δασικής βιοποικιλότητας και συλλέγονται με μεθόδους δειγματοληψίας πεδίου αλλά και με τηλεπισκοπικές μεθόδους, θα πρέπει να συνδυάζονται σε μια ενιαία πληροφορία. Τα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών, αποτελούν τη βάση οργάνωσης και ανάλυσης τέτοιων χωρικών πληροφοριών, ενώ η ενσωμάτωση των μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης στην εργαλειοθήκη των ΓΣΠ επιτρέπει το συνδυασμό διαφορετικών θεματικών επιπέδων για την παραγωγή ενός ενιαίου επιπέδου πληροφοριών, με βάση τις τιθέμενες προτεραιότητες. Ξεκινώντας από τον χάρτη, η διαχείριση μπορεί να κατευθυνθεί ώστε οι διαχειριστικές μονάδες που εμφανίζουν δυσμενείς συνθήκες για τη βιοποικιλότητα να βελτιωθούν, αυτές με τις καλύτερες συνθήκες να προστατευτούν και κάθε μελλοντική επέμβαση να μπορεί να χωροθετηθεί κατά τρόπο αειφορικό. Αρχικά, επιλέχθηκαν οι δείκτες της οικογένειας των δρυοκολαπτών, του νεκρού ξύλου, του οδικού δικτύου και της ετερογένειας τοπίου και καθορίστηκαν οι μέθοδοι δειγματοληψίας. Οι δείκτες των δρυοκολαπτών και του νεκρού ξύλου μετρήθηκαν στο πεδίο, ενώ οι δυο δείκτες του οδικού δικτύου και της ετερογένειας τοπίου, υπολογίστηκαν κατευθείαν σε περιβάλλον ΓΣΠ, από το ήδη διαθέσιμο χαρτογραφικό υπόβαθρο. Το σύνολο των δεδομένων εισήχθη σε περιβάλλον ΓΣΠ, ενώ από τους τέσσερις δείκτες προέκυψαν συνολικά 16 θεματικά επίπεδα τα οποία κατόπιν συνδυάστηκαν με χρήση μεθόδων πολυκριτηριακής ανάλυσης και τελικά προέκυψαν τα ενιαία επίπεδα και οι χάρτες των επιμέρους δεικτών, αλλά και ο τελικός χάρτης καταλληλότητας των διαχειριστικών μονάδων ως βέλτιστα χαρακτηριστικά σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ειδών της δασικής βιοποικιλότητας. Ως περιοχή έρευνας για την ανάπτυξη της παραπάνω μεθόδου, επιλέχθηκε το εθνικό πάρκο Πρεσπών και συγκεκριμένα τα δασικά οικοσυστήματα εντός του πάρκου. Οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής αφορούν στην ποικιλότητα των δασικών οικοσυστημάτων εντός μιας μικρής σχετικά περιοχής, στο σημαντικό όγκο πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί για την περιοχή λόγω μακροχρόνιας έρευνας από πολλούς ερευνητές και στην δυνατότητα επέκτασης αυτής της έρευνας στα δάση της περιοχής με σκοπό την διαχείριση και προστασία της βιοποικιλότητας των δασών της Πρέσπας. Προς αυτήν τη κατεύθυνση, προτείνονται ορισμένες διαχειριστικές δράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ποιότητα των ενδιαιτημάτων για ορισμένα από τα πιο απαιτητικά είδη της δασικής βιοποικιλότητας, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη πιθανές μεταβολές στις κλιματικές συνθήκες της περιοχής λόγω κλιματικής αλλαγής. Οι μέθοδοι και οι τεχνικές που παρουσιάζονται στην έρευνα αυτή, μπορούν να εφαρμοστούν με κατάλληλη προσαρμογή σε οποιοδήποτε δασικό οικοσύστημα, καθώς και να εμπλουτιστούν περαιτέρω με πληροφορίες και δείκτες αντίστοιχους των δασικών τύπων που εξετάζονται κάθε φορά, έτσι ώστε η διατήρηση της βιοποικιλότητας να ενταχθεί στη δασική πρακτική ως βασικός πυλώνας της αειφορικής διαχείρισης των δασών στην Ελλάδα.