Εισαγωγή: Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι η γνωστική διαταραχή αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα συμπτώματα της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας (ΣΚΠ). Ο εκτιμώμενος επιπολασμός των νοητικών ελλειμμάτων κυμαίνεται από 26 έως και 75% του συνόλου των ασθενών. Τα γνωστικά ελλείμματα μπορούν να εμφανιστούν νωρίς στη πορεία της νόσου και επηρεάζουν δραματικά την συνολική ποιότητα ζωής των ασθενών, ανεξάρτητα από την σωματική αναπηρία. Οι λειτουργίες που συνήθως πλήττονται είναι η μνήμη, η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών, οι εκτελεστικές λειτουργίες και η προσοχή. Η ευφράδεια λόγου και η γενική νοημοσύνη δεν επηρεάζονται σημαντικά. Την τελευταία δεκαετία, διάφοροι ογκομετρικοί δείκτες και νεότερες τεχνικές ανάλυσης της Μαγνητικής Τομογραφίας εγκεφάλου έχουν συσχετιστεί με τα γνωστικά ελλείμματα των ασθενών σε συγκεκριμένους γνωστικούς τομείς. Παρόλα αυτά, οι γνωστικές-απεικονιστικές συσχετίσεις παραμένουν ασαφείς τουλάχιστον σε ότι αφορά τα αρχικά στάδια της νόσου. Πληροφορίες σχετικές με τον ρυθμό της εγκεφαλικής ατροφίας, τόσο του συνόλου του εγκεφάλου όσο και των υποφλοιωδών δομών, και η συσχέτισή του με κλινικές παραμέτρους της ΣΚΠ, όπως οι γνωστικές διαταραχές ή η σωματική αναπηρία, συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης σε διαπολιτισμικό επίπεδο. Σκοπός Πρωταρχικός στόχος της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί η σχέση των ογκομετρικών δεικτών Μαγνητικής Τομογραφίας εγκεφάλου με τη νοητική δυσλειτουργία σε ασθενείς με την υποτροπιάζουσα μορφή της ΣΚΠ. Επιπρόσθετοι στόχοι αποτελούν ο προσδιορισμός του ετήσιου ρυθμού μείωσης εγκεφαλικού όγκου και η συσχέτιση των απεικονιστικών δεικτών με κλινικές, δημογραφικές και κοινωνικές παραμέτρους του δείγματος. Δείγμα: Η διαχρονική μελέτη περιλαμβάνει 63 ασθενείς με υποτροπιάζουσα ΣΚΠ και 46 υγιείς μάρτυρες με αναλογία φύλου και ηλικίας. Οι μετρήσεις στο βασικό πληθυσμό της μελέτης αφορούν κοινωνικούς και δημογραφικούς παράγοντες, κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, τον πλήρη νευροψυχολογικό έλεγχο, τη ψυχολογική κατάσταση, και τον απεικονιστικό έλεγχο μαγνητικής τομογραφίας εγκεφαλου με τη χρήση αυτοματοποιημένων τρισδιάστατων ογκομετρικών δεικτών του συνολικού εγκεφαλικού παρεγχύματος και των υποφλοιωδών δομών (μέθοδοι SIENAX και FIRST). Αποτελέσματα: Οι ασθενείς παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σχεδόν σε όλους τους γνωστικούς τομείς συγκριτικά με την ομάδα των υγιών μαρτύρων. Το ποσοστό των ασθενών που εκδήλωσαν κλινικά σημαντική επιδείνωση, κατά το χρόνο παρακολούθησης, σύμφωνα με τον Δείκτη Αξιόπιστης Μεταβολής (Reliable Change Index, RCI) στο σύνολο των γνωστικών δοκιμασιών κυμαίνονταν μεταξύ του 0% και του 7,94%. Οι ασθενείς εμφάνισαν σημαντικά χαμηλότερους όγκους εγκεφάλου, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, με πιο συχνή την υποφλοιώδη ατροφία των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου. Ο ετήσιος ρυθμός απώλειας εγκεφαλικού όγκου των ασθενών με υποτροπιάζουσα ΣΚΠ κυμαινόταν στο -0.92% (±1.64%), και η ατροφία ήταν κυρίως έκδηλη την πρώτη πενταετία από τη διάγνωση της ΣΚΠ. Επίσης, το εκπαιδευτικό επίπεδο είχε προστατευτικό ρόλο ως προς την ατροφία του δεξιού θαλάμου. Η ατροφία των βασικών γαγγλίων αποδείχθηκε σημαντικός προγνωστικός δείκτης για ελλείμματα που αφορούν τη λειτουργία της μνήμης, την προσοχή και την ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών. Αντιθέτως, η ατροφία του συνολικού εγκεφαλικού όγκου και η ατροφία της λευκής ουσίας συσχετίστηκαν με την μείωση των επιδόσεων των εκτελεστικών λειτουργιών. Συμπέρασμα: Στα αρχικά στάδια της ΣΚΠ, η φαιά και η λευκή ουσία του εγκεφάλου συνεισφέρουν με αμοιβαίο τρόπο στην διαμόρφωση των νοητικών επιδόσεων των ασθενών. Για το λόγο αυτό, θεωρείται δύσκολο να μελετηθεί ο ξεχωριστός ρόλος των απεικονιστικών δεικτών στην διαμόρφωση των κλινικά έκδηλων γνωστικών ελλειμμάτων. Ανάμεσα στους απεικονιστικούς δείκτες ογκομετρίας (συνολικός όγκος εγκεφάλου, υποφλοιώδης ατροφία, ετήσιος ρυθμός μείωσης εγκεφαλικού όγκου), η υποφλοιώδης ατροφία αποτελεί τον καλύτερο προγνωστικό δείκτη για τις γνωστικές διαταραχές των αρχικών σταδίων της υποτροπιάζουσας ΣΚΠ.