Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η δημιουργία προβλεπόμενων τιμών για τη σπιρομέτρηση και την καμπύλη ροής/όγκου για τον Ελληνικό πληθυσμό ηλικίας 7 έως 15 ετών. Από 1603 μαθητές δημοτικού και γυμνασίου που εξετάστηκαν, στην εργασία συμπεριελήφθηκαν 731 αγόρια και 657 κορίτσια. Τα παιδιά αυτά ήταν ασυμπτωματικά, δεν υπόφεραν από χρόνια ή οξεία αναπνευστική νόσο ούτε παρουσίαζαν κάποια άλλη κατάσταση που θα μπορούσε να επηρεάσει τις εξετάσεις πνευμονικής λειτουργίας και τέλος ήταν ικανά να συνεργασθούν και να πραγματοποιήσουν αποδεκτές προσπάθειες. Σε συμφωνία με την απογραφή του Ελληνικού πληθυσμού του 1981, 60% ήταν από αστικές περιοχές και 40% από μη-αστικές. Όλα τα παιδιά εξετάστηκαν σε όρθια θέση και χωρίς παπούτσια. Χρησιμοποιήσαμε κεφαλή πνευμοταχογράφου συνδεδεμένη ένα Χ/Υ καταγραφέα, τύπου LAM-15 FUCUNDA. Οι εξετάσεις FVC, FEV₁, FEV₁%/FVC. MMFR, PEF, MEF₇₅, MEF₅₀, MEF₂₅, μετρήθηκαν από το συγγραφέα με το χέρι από τις καμπύλες του Χ/Υ καταγραφέα. Η FVC υπολογιζόταν από την αποδεχτή προσπάθεια στην οποία παρουσίαζε την καλλίτερη τιμή. Η FEV₁ και η MMFR από εκείνη που η FEV₁ είχε την καλλίτερη τιμή και η PEF από την καμπύλη ροής/όγκου που είχε τη μεγαλύτερη τιμή. Οι MEF υπολογίστηκαν από την καμπύλη με το μεγαλύτερο άθροισμα FVC + PEF + MEF₇₅. Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν από ηλεκτρονικό υπολογιστή και εξισώσεις λογαριθμικής πολλαπλής παλινδρόμησης καταρτίστηκαν για τις προβλεπόμενες τιμές κάθε μιας παραμέτρου, βασισμένες στο ύψος και στην ηλικία. Επίσης δημιουργήθηκαν Πίνακες με τις προβλεπόμενες τιμές και το 95% φυσιολογικό Εκατοστιαίο Σημείο (95% Normal Percentile). Συγκρίναμε τα αποτελέσματά μας με εκείνα προηγούμενων δημοσιεύσεων της Β. Αμερικής (25) και της Ευρώπης (46) και με Ελληνικά σπιρομετρικά δεδομένα προερχόμενα από την πόλη της Θεσσαλονίκης. Βρήκαμε μικρή, 10-15%, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων μας και εκείνων της Β. Αμερικής και της Ευρώπης. Η διαφορά αυτή δεν φαίνεται να έχει σημαντική κλινική σημασία αλλά μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο σε οριακές περιπτώσεις και σε επιδημιολογικές μελέτες. Μεγαλύτερη διαφορά βρέθηκε στην PEF, η οποία θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι, μετρήσαμε την PEF από την καμπύλη ροής/όγκου και όχι με ένα ροόμετρο. Μικρή διαφορά είχαμε και με τα δεδομένα από τη Θεσσαλονίκη, η οποία γινόταν σοβαρή στις ηλικίες 13 έως 15 ετών, εξ αιτίας μιας απότομης αύξησης της κλίσης στα δεδομένα της εργασίας αυτής. Μέρος της διαφοράς είναι δυνατόν να αποδοθεί στη χρησιμοποίηση διαφορετικού οργάνου [βιταλογράφος) στην εργασία αυτή, αλλά αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει την μεγέθυνση της διαφοράς στις προαναφερθείσες ηλικίες. Συμπεραίνουμε ότι τα στοιχεία μας αποτελούν τις πρώτες δημοσιευμένες εξισώσεις και πίνακες προβλεπόμενων τιμών για τις παραμέτρους της σπιρομέτρησης και καμπύλης ροής/όγκου, αντιπροσωπευτικές ολόκληρου του Ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 7 έως 15 ετών. Η μικρή αλλά στατιστικά σημαντική διαφορά με τις ξένες τιμές, τις καθιστά χρήσιμες για τα Ελληνικά εργαστήρια εξετάσεων πνευμονικής λειτουργίας που χρησιμοποιούν πνευμοταχογράφο. Η δημοσίευση των πινάκων προβλεπόμενων τιμών καθιστά απλούστερη τη χρήση τους.