Οι κινητοποιήσεις του 19ου αιώνα και οι κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις του 20ου ώθησαν την ανθρωπολογία να στραφεί στη διερεύνηση των έμφυλων σχέσεων και στην ενασχόληση με το γυναικείο ζήτημα. Η μελέτη της έμφυλης ταυτότητας, ως κοινωνική κατασκευή, τοποθετείται στο ευρύτερο πλαίσιο της αναστοχαστικής ανθρωπολογίας που έχει σχέση με τη πολιτισμική και κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας, δηλαδή του κονστρουκτιβισμού. Υπό το πρίσμα της προαναφερόμενης θεωρίας, ο χορός αντιμετωπίζεται ως σύμβολο και πεδίο ανάγνωσης των έμφυλων σχέσεων ή εντάσσεται στο πλαίσιο των χορευτικών γεγονότων, η μελέτη των οποίων αναδεικνύει τις έμφυλες πρακτικές και διαφορές σε παράλληλη αναφορά με τις κοινωνικές πρακτικές της εορταστικής και καθημερινής ζωής. Σκοπός της εργασίας είναι η μελέτη του χορού και των χορευτικών γεγονότων ως κεντρική δραστηριότητα και ‘τόπων’ όπου λαμβάνουν χώρα και αντανακλούν πολύπλοκες μορφές κοινωνικής και πολιτικής δράσης στην κοινότητα των Μεγάλων Καλυβίων Τρικάλων. Ειδικότερα, χρησιμοποιώντας το χορό και τα χορευτικά γεγονότα ως σκοπό και ερμηνευτικό εργαλείο, η εργασία αυτή στοχεύει στην κατανόηση της επιτέλεσής τους ως πεδίων στα οποία οι κάτοικοι της κοινότητας διαπραγματεύονται – μέσα από τη δράση τους, διαχρονικά και συγχρονικά – την κοινωνική κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας, το «παιχνίδι» εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και τις κοινωνικο-πολιτικές διακρίσεις, επιδρώντας και μεταβάλλοντας τις δομές της συγκεκριμένης κοινότητας.Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με την εθνογραφική μέθοδο και βασίστηκε στη χρήση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών. Οι πρωτογενείς πηγές αφορούν στα δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά την επιτόπια έρευνα με τη μορφή της συνέντευξης σε συνδυασμό με τη συμμετοχική παρατήρηση. Στη συμμετοχική παρατήρηση χρησιμοποιήθηκε η ποιοτική μέθοδος, η οποία αφορά μικρής κλίμακα έρευνα σε συγκεκριμένα άτομα, τα οποία επιλέχθηκαν από τον ερευνητή ως πληροφορητές και τους οποίους αποτέλεσαν οι κάτοικοι της συγκεκριμένης κοινότητας.Για την ανάλυση και την ερμηνεία των εθνογραφικών δεδομένων ακολουθείται η θεωρητική οπτική της κοινωνικής κατασκευής της έμφυλης ταυτότητας υπό τους αναλυτικούς όρους της ‘ηγεμονίας’, της ‘εξουσίας’-‘δύναμης’, της ‘κοινωνικής πρακτικής’, της ‘κοινωνικής δράσης’ και του ‘χορευτικού γεγονότος’. Παράλληλα, η ανάλυση και ερμηνεία του χορού στηρίζεται στη μεθοδολογική οπτική και αναλυτική πρακτική της Hanna (1988), σύμφωνα με την οποία για την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν στην κοινωνία και τις έμφυλες σχέσεις που τη διέπουν, πρέπει να ληφθούν υπόψη ο χορός και οι χορευτικές πρακτικές, εφόσον συνιστούν πεδία ανάδειξης και διαχείρισης των έμφυλων σχέσεων και των τοπικών κοινωνικών δομών. Σύμφωνα με τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι στην κοινότητα των Μεγάλων Καλυβίων το «παιχνίδι» κατασκευής της έμφυλης ταυτότητας «παίζεται» από όλα τα φύλα, σε όλες τις ηλικίες, και σε όλα τα επίπεδα. Επίσης, «παίζεται» στις κοινωνικές δομές, καθώς και στα χορευτικά γεγονότα. Πρόκειται για «παιχνίδι» διαχρονικό που «παίζεται» στη συγχρονία, στο οποίο οι έμφυλες σχέσεις διαπλέκονται, ανακατασκευάζονται, διαπραγματεύονται, και μετασχηματίζονται, προσαρμόζοντας το έμφυλο «παιχνίδι» στις εκάστοτε κοινωνικές και χορευτικές συνθήκες. Ένα έμφυλο «παιχνίδι», όπου όπως τα φύλα χορεύουν στις χορευτικές και εθιμικές παραστάσεις, έτσι και οι ρόλοι τους «χορεύουν» αντίστοιχα, επικυρώνοντας ή αμφισβητώντας τους ρόλους εξουσίας και τις κοινωνικές συμβάσεις. Ο χορός τους, ως δομημένη δραστηριότητα, συνιστά το πεδίο άσκησης αυτού του «παιχνιδιού».