Τα τελευταία χρόνια υπάρχει διεθνώς έντονο ενδιαφέρον για το αν οι σχολικοί ηγέτες διαθέτουν επαρκείς ηγετικές ικανότητες, έτσι ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι προκλήσεις του συνεχώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Η επάρκεια – ικανότητες απόδοσης των διευθυντών και των υποδιευθυντών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πρωταρχικής σημασίας, κυρίως λόγω του σύγχρονου ρόλου που οφείλουν να διαδραματίσουν. Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται το επίπεδο επάρκειας – ικανοτήτων απόδοσης που αντιλαμβάνονται ότι έχουν για τους εαυτούς τους οι διευθυντές και οι υποδιευθυντές των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Θεσσαλονίκης σε ό,τι αφορά τις κοινές διοικητικές ευθύνες που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς στα πλαίσια του διοικητικού τους ρόλου. Ταυτόχρονα, γίνεται απόπειρα ανίχνευσης της πιθανής επίδρασης κάποιων συγκεκριμένων παραγόντων – χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους που μπορεί να επηρεάζουν αρχικά τις αντιλήψεις αυτές και, κατά συνέπεια, την αποτελεσματική άσκηση του διοικητικού ρόλου τους.Ένα σύνολο 412 διευθυντικών στελεχών του νομού Θεσσαλονίκης, δηλαδή 261 διευθυντών και 151 υποδιευθυντών, ανταποκρίθηκε πλήρως στη συγκεκριμένη έρευνα, συμπληρώνοντας τα εργαλεία που δόθηκαν επαρκώς και με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν αυτά να χρησιμοποιηθούν για την ανάλυση και την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν.Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας κατέδειξαν ότι ο συνολικός μέσος όρος της αντιληπτής ικανότητας απόδοσης των διευθυντών σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι καλύτερος από τον αντίστοιχο των υποδιευθυντών. Επιπρόσθετα, ο συνολικός μέσος όρος της αντιληπτής ικανότητας απόδοσης των έμπειρων διευθυντικών στελεχών διαφέρει από τον αντίστοιχο των μη έμπειρων – αρχαρίων. Στη συνέχεια, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ασθενής, μεταξύ των αντιλήψεων των διευθυντικών στελεχών των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και των περισσοτέρων εκ των χαρακτηρολογικών παραμέτρων που ερευνήθηκαν. Συνεπώς, γίνεται εμφανές ότι απαιτείται να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας που αφορούν τόσο τις ικανότητες απόδοσης μεμονωμένα, όσο και τη σχέση τους με κάποιους συγκεκριμένους χαρακτηρολογικούς παράγοντες, ώστε να προετοιμαστούν σεμινάρια – προγράμματα κατάρτισης για τα διευθυντικά στελέχη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο αρχικά να αυξηθεί ο βαθμός επάρκειας – ικανοτήτων απόδοσής τους, ενώ παράλληλα να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το άγχος ως χαρακτηρολογική παράμετρος και ως τρέχουσα συναισθηματική κατάσταση, ο νευρωτισμός, η ανάγκη για αποδοχή και το ψεύδος, καθώς επίσης και να αυξηθεί η τάση για εξωστρέφειά τους, με το δεδομένο ότι η παρούσα έρευνα απέδειξε ότι όλα τα παραπάνω συσχετίζονται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό με τις ικανότητες απόδοσης των διευθυντικών στελεχών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε ό,τι αφορά τις παραμέτρους του ψυχωτισμού και της τελειοθηρίας, δεν κρίνεται απαραίτητο να ληφθεί γι’ αυτές κάποια πρόσθετη μέριμνα, αφού η έρευνα αυτή δεν έδειξε να συσχετίζονται οι συγκεκριμένοι παράμετροι με τις ικανότητες απόδοσης των διευθυντικών στελεχών δημοτικών σχολείων της χώρας μας.